ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Περί «Χρίσματος» και Δαιμόνων


Δημοσιευτηκε στα "Καθημερινά Νέα"

Στα εξ εσπερίας δάνεια πολιτικής θεώρησης και ορολογίας, ως “Χρίσμα” μεταφράζεται ο όρος nomination = ανακήρυξη, που χρησιμοποιείται για την επίσημη υποψηφιότητα και όχι ο όρος confirmation = επικύρωση, που χρησιμοποιείται και για την τελετή του χριστιανικού “Χρίσματος". Ωστόσο, στην καθ’ ημάς πολιτική παπαγαλία, το ρωμαίικο “συναμφότερον” ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει τις δικές του συγχύσεις. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Λειτουργική, “Χρίσμα” είναι το Μυστήριο κατά το οποίο δίδεται η μεταβίβαση της χαρισματικής εξουσίας από το Άγιο Πνευμα. Το χρίσμα δίνει την μεταφυσική ικανότητα στα μέλη της εκκλησίας να θεραπεύσουν και να επανορθώσουν τη βούλησή τους, ώστε να πραγματοποιήσουν το έργο της "καθαίρεσης" των δαιμονικών δυνάμεων. Κατ’ αυτά, οι υπό των κομμάτων κεχρισμένοι (ή επιζητούντες το χρίσμα) υποψήφιοι Δημοτικοί και Περιφερειακοί άρχοντες, ελπίζουν πως δια του δικού τους χρίσματος θα επηρεάσουν, εν ήδη πολιτικού μυστηρίου, τη βουλητική δύναμη των ψηφοφόρων, ώστε αυτοί να αποτάξουν τους δαίμονες της απομάκρυνσής τους από το κομματοκρατικό-πελατειακό κράτος. Με άλλα λόγια, οι ψηφοφόροι θεωρούνται “βουλησιαρχικά όντα” και η πολιτική ισχύς επιδιώκεται σε ευθεία συστοιχία με τους εν ενεργεία ή εν δυνάμει κατόχους του κράτους.

Αν και η περί το χρίσμα εκάστοτε διελκυστίνδα δεν αναδύει τίποτα το μυστηριακό, αλλά αντιθέτως αποκαλύπτει μικροκομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες, ευτελισμούς, χυδαιότητες και μωροφιλοδοξίες, οι ενδιαφερόμενοι επιμένουν να το επιθυμούν και να το διεκδικούν ως εάν τους καθιστούσε πολιτικούς “ισαπόστολους”. Επομένως, άλλο δεν επιζητούν παρά την συμπερίληψή τους στο λεγόμενο “πολιτικό προσωπικό”, προσημειώνοντας κατ’ ουσία την αυτοδιοικητική τους ιδιότητα, υπέρ των κεντρικών μηχανισμών νομής της εξουσίας. Οι κομματικοί μηχανισμοί εξάλλου, παρά το άγχος, τον εκνευρισμό και την ανασφάλεια που τους δημιουργεί η όλη υπόθεση, δεν μπορούν να την απαρνηθούν και να την αποφύγουν, γιατί φοβούνται πως κάτι τέτοιο θα άφηνε ακάλυπτο τον κίνδυνο να ατονήσει ο έλεγχος του πελατειακού τους δικτύου.

Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς πως πιο ορθή και ταιριαστή προς την πολιτική μας πραγματικότητα, είναι η επιλογή του όρου “χειροτονία” αντί του όρου “χρίσμα”. Η ορθόδοξη Λειτουργική περιλαμβάνει στα Μυστήριά της την “Χειροτονία”, κατά την οποία μεταδίδεται, από τους ιεράρχες (με επίθεση των χεριών), η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν που του παρέχεται το δικαίωμα να ποιμαίνει την Εκκλησία, καθιστώντας τον μέλος του ιερατείου. Όμως, επειδή στην καθομιλουμένη συγχέεται ενίοτε η χειροτονία με την χειροδικία, την οποία έχει αρχίσει βασίμως να φοβάται το πολιτικό προσωπικό, είναι μάλλον φρονιμότερο να αποφευχθεί ο όρος αυτός γιατί μπορεί να καταστεί επικίνδυνος.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να σημειώσουμε πως άλλο να μιλούμε περί του ρόλου των κομμάτων σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα και τα όρια στα οποία εκτείνονται οι θεμιτές παρεμβάσεις τους, με δήλωση υποστήριξης δράσεων, προσώπων ή παρατάξεων, σε αυτοδιοικητικό (ή συνδικαλιστικό σε άλλη περίπτωση) επίπεδο και άλλο πράγμα οι φαύλοι κύκλοι της παρεκβατικής κομματοκρατίας. Υποτίθεται βεβαίως πως το «Πρόγραμμα Καλλικράτης», έχει ως έναν από τους βασικούς του άξονες την απελευθέρωση από τους αυτούς τους φαύλους κύκλους των πελατειακών σχέσεων και στοχεύει στο να προσφέρει μια νέα αρχιτεκτονική του κράτους μας. Πολλοί θα προτάξουν ως κρίσιμο στοιχείο της επιτυχίας του εγχειρήματος αυτού την γνωστή καραμέλα της “πολιτικής βούλησης”, ξεχνώντας ίσως ότι η θέληση είναι δύναμη ισχυρή, αλλά δίχως τη νόηση γεννά παραφροσύνη. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως αν οι δαίμονες ανθίστανται, ελέγχουν και καταπνίγουν τη βούληση του πολιτικού προσωπικού, ίσως θα βοηθούσε η προσφυγή σε άλλου είδους ιεροπραξίες, έστω δάνειες και αυτές από την ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική εσπερία, όπως ο “Εξορκισμός”, που σημαίνει “ωθώ κάποιον να ορκιστεί” και αναφέρεται κυρίως στον εξορκιστή που εξαναγκάζει κάποιο δαιμονικό πνεύμα να υπακούσει σε κάποια ανώτερη δύναμη. Η πράξη του εξορκισμού όμως, θεωρείται επικίνδυνο πνευματικό καθήκον, κατάλληλο μόνο για άτομα με βαθύτατες θρησκευτικές πεποιθήσεις και σε κάθε περίπτωση δεν ταιριάζει προς τη ρωμαίικη ορθοδοξία.

Όλα αυτά βεβαίως δεν πρέπει να μας φαίνονται παράδοξα, από την ώρα που η πολιτική και η ηθική έχουν διαχωριστεί και το πολιτικό ήθος έχει ως βάση τον περί την ισχύ αγώνα। Θα μπορούσαν ωστόσο να μας απασχολήσουν με πολύ διαφορετικό τρόπο, αν θυμόμασταν, τόσο εμείς ως πολίτες όσο και οι επίδοξοι αξιωματούχοι ως πολιτικοί, πως ο άνθρωπος ως “έλλογο πολιτικό ζώο”, μπορεί να διορθώσει την παρεκβατική του πολιτεία με την πολιτική φρόνηση και την πολιτική αρετή, ελέγχοντας με τη δύναμη της νοημοσύνης του τα πάθη του (όπως η φιλαρχία, ο εγωισμός, η αλαζονεία, η βουλιμία, η απληστία κ.α.). Θα μπορούσαμε έτσι αντί να συζητάμε περί υποδείξεων και επιταγών εκ των άνω, να κρίνουμε επί της ουσίας, προτάσεις και σχεδιασμούς για το δέον γενέσθαι, για τον καλλικράτειο δήμο μας ή την διοικητική περιφέρεια μας, αλλά και την ηθική-πολιτική φερεγγυότητα όσων τα προτείνουν και όσων ζητούν να αναλάβουν την ευθύνη να τα εφαρμόσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: