
Ο τίτλος της εκδήλωσης, που θα γίνει σε λίγες μέρες (10 Ιουλίου) στο Λεβίδι, έπειτα από πρωτοβουλία του Αρκαδικού Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας, «Ελληνικότητα και Πολιτική», θα μπορούσε να αναγνωστεί με δύο τρόπους:
· Είτε «Η Πολιτική για την Ελληνικότητα», δηλαδή, η πολιτική που μπορεί να διαφυλάξει την εθνική μας ταυτότητα,
· Είτε «Η Ελληνικότητα για την Πολιτική», δηλαδή, αν η «ελληνικότητα», μπορεί να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα του πολιτικού βίου.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών εννοιών, όποια κι αν είναι η σύνταξη και η ανάγνωση, οδηγεί σε μια ανοιχτή εξέταση των αξιών του διαχρονικού ανθρωπισμού που οι αρχαίοι συνόψισαν ως «έλλογο πολιτικό βίο».
Παρά το γεγονός ότι αυτό που νοούμε ως Δυτικό πολιτισμό, θεωρείται από πολλούς συνέχεια του Ελληνικού, η αλήθεια είναι ότι, ενώ στις κρίσιμες ιστορικές καμπές του ο Δυτικός κόσμος προσέτρεξε στην Ελληνική σοφία, η συνάντησή τους δεν πληρώθηκε, λόγω της εμμονής για την ανακάλυψη του «νέου ανθρώπου». Η νεότερη αντίληψη στην Ευρώπη και την Αμερική για την πολιτική, έμεινε αμέτοχη της σοφίας που διαπνέει η κατανόηση της φύσης και του ανθρώπου από τους Αρχαίους Έλληνες. Η νέα αντίληψη της έννοιας του πολίτη, επικεντρώνεται στο αίτημα για ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θεμελιώνεται στην ιδέα της αρετής, στη θεώρηση της ανθρώπινης εντελέχειας και την ανάπτυξη του πολιτικού ήθους. Με την παρακμή της φεουδαρχίας, ο θεσμός του «κράτους-έθνους» έδωσε άλλη ερμηνεία της κοινωνίας και του δικαίου, με την έμφαση στη δύναμη της βούλησης κι όχι της νόησης. Η πρωτοκαθεδρία της βούλησης, εκτοπίζει την φρόνηση και προβάλλει την ελευθερία και τα ατομικευμένα δικαιώματα ως το κέντρο της ηθικής. Η πολιτική θεωρείται ως άσκησης ισχύος. Όμως τα «συμβόλαια» με τα οποία «προίκισε» ο Διαφωτισμός τις κοινωνίες, απαξιώθηκαν, προς χάρη της κυριαρχίας των αγορών, στο όνομα της «θήρας της ευτυχίας». Ως αποτέλεσμα, η δυναμική της εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων, καθορίζεται από το υπερεθνικό κεφάλαιο, που απεξαρτημένο από κανονισμούς, λεηλατεί με επιδρομές τον πλούτο, όπου αυτός παράγεται με την ελεγχόμενη, απ’ αυτό το ίδιο κεφάλαιο, διακίνηση της γνώσης και της πληροφορίας. Τα εργαλειακά στερεότυπα που προτείνονται, για να καλύψουν την πολιτική και ιδεολογική αμηχανία και το «δημοκρατικό έλλειμμα», δεν αποδεικνύουν μόνο την αδυναμία των κρατών να απαγκιστρωθούν από τα αγοραία και αμοραλιστικά δόγματα οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και την ίδια την ουσιώδη και δομική αδυναμία του πολιτικού συστήματος, να ορίσει και να προωθήσει το «κοινό αγαθό».
Όπως φαίνεται, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στη Δύση, αναπτυγμένο στα πλαίσια του κράτους-έθνους, μπορεί να αποκαλείται «δημοκρατία», βασισμένο στον κομματικό πλουραλισμό, όμως αυτό που διαπιστώνεται είναι ένα νοθευμένο, παρεκβατικό πολίτευμα. Η κυβέρνηση αντικαθίσταται από την δια - κυβέρνηση, δηλαδή την εξωθεσμική εξισορρόπηση της ασκούμενης ισχύος διαμεσολαβητών, μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Τα ηθικά αιτήματα και τα αξιακά προτάγματα, αντικαθίστανται από τεχνοκρατικές αποτιμήσεις αποτελεσματικότητας. Η σχετική αυτονομία του κράτους έναντι της αγοράς, έχει δώσει τη θέση της σε μια αύξουσα ετερονομία, με αποτέλεσμα στις μέρες μας, να βιώνουμε μια οικονομική απορρύθμιση που λαμβάνει όλο και πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής κρίσης.
Τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα την πολιτική σκέψη, έτσι όπως διατυπώνονται και στις τελευταίες εργασίες του καθηγητή και κεντρικού ομιλητή, της εκδήλωσης, Γιώργου Κοντογιώργη είναι τα εξής:
· Που θα οδηγήσει η «παγκοσμιοποίηση», όταν η αγορά γίνεται οικουμενική, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική, με αποτέλεσμα το κοσμοσυστημικό κανονιστικό πλαίσιο να βρίσκεται στα χέρια των δια-κρατικών και υπέρ-κρατικών σχέσεων ισχύος και ηγεμονίας;
· Το κράτος, είναι σε θέση να εκπληρώσει τον ρυθμιστικό ρόλο που είχε στην εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας, όταν οι λειτουργίες του εξαρτώνται ευρέως από τον διεθνή παράγοντα;
· Πως θα ανακάμψει η Πολιτική από την σημερινή ανατροπή δύναμης, αλλά και τη διαρκώς ογκούμενη αμφισβήτηση των φορέων του κράτους, ιδιαίτερα δε του πολιτικού προσωπικού και του κομματικού συστήματος;
Τα κράτη, που δημιουργήθηκαν για να προσφέρουν πρώτα ασφάλεια, δικαιοσύνη αλλά υποσχέθηκαν επίσης, πρόνοια και αναδιανομή πλούτου, δεν μπορούν σήμερα να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα, όσο η πολιτική παραμένει διαχωρισμένη από την ηθική και όσο οι εφαρμογές της τεχνολογίας καθηλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε άφρονες συμπεριφορές. Μήπως λοιπόν, έχει έρθει η ώρα μιας νέας αναμέτρησης με τη σοφία που μας κληροδότησαν οι Έλληνες; Ο Γιώργος Κοντογιώργης μας εξηγεί πως «το βάρος της ιστορίας του ελληνισμού δεν έχει να κάμει με τους αιώνες που άφησε πίσω του. ∆εν είναι καν η βαρύτητα του παρελθόντος πολιτισμού σε σχέση με το σημερινό κράτος. Εστιάζεται κυρίως στο πλεονέκτημα της σύγκρισης του ελληνικού κοσμοσυστημικού παρελθόντος με το εθνοκρατικό κοσμοσυστημικό παρόν».
Ο τιμώμενος Φιλόσοφος και Διακεκριμένος καθηγητής, John P. Anton θέτει το θέμα:
«Το κράτος είναι ο μέγας πολιτικός ασθενής και δεν έχουμε ιδέα πως vα απoκαταστήσoυμε τηv υγεία τoυ και αv η απoκατάσταση είvαι δυνατή. Η ανθρωπότητα ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε καλύτερη ευκαιρία αλλά και πιο επιτακτική ανάγκη να εμφυσήσει καιvoύργια ζωή στο Ελληνικό ιδεώδες της Δημοκρατίας. Αυτή η πολύτιμη κληρovoμιά επιβάλλεται τώρα να γίνει μελλovτικός σκοπός της πολιτικής τέχνης και να αναγνωριστεί ως το άριστο μέσο της επιβίωσής μας».
Αν έτσι είναι, τότε ποιος θα αναλάβει αυτό το εγχείρημα;
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται αδύναμη για να αναλάβει τις ευθύνες της «Επιστροφής των Ελλήνων». Σε άλλους δρόμους την έχει βάλει το πρόβλημα της επιβίωσης της. Όμως αν η εξαθλίωση της πολιτικής προκαλεί παγκόσμια ανησυχία, για μάς η ανησυχία αυτή παίρνει άλλες διαστάσεις. Διακυβεύεται η συνείδηση της ιστορικής μας συνέχειας, αν όχι και η ουσία της ταυτότητάς μας.
Ερχόμαστε έτσι στα ερωτήματα και αφυπνίσματα, που θέτει η φιλοσοφική σκέψη του Anton:
· Συνεχίζει το κλασικό πνεύμα, με τις αξίες και τη νοοτροπία του, να αποτελεί μέρος της θεώρησης βίου των συγχρόνων Ελλήνων, των Νεοελλήνων εν γένει;
· Τι μπορούμε σήμερα να αποκαλέσουμε αυθεντικά "Ελληνικό" στη συμπεριφορά των Νεοελλήνων και πως διαπιστώνονται με βεβαιότητα τα γνωρίσματα αυτά;
· είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη οικουμενικών αξιών και αυτοσκοπών, για την πιθανώς επερχόμενη παγκόσμια κοινωνία, όταν η έννοια του πολιτισμού γίνεται δέσμια των δυνάμεων της τεχνολογίας που επιφέρουν αδιάκοπη αλλαγή;
· Μπορούμε άραγε να πάμε πίσω, ή καλύτερα, να επαναφέρουμε τις οικουμενικές αξίες του Ελληνικού Νου και την ύψιστη αποστολή τους, όπως τις θεμελίωσαν οι Έλληνες, με βάση την έλλογη θεωρία για τη φύση του ανθρώπου;
Εμείς, οι Νεοέλληνες, βιώνουμε σήμερα με τρόπο πικρό και έντονο τις συνέπιες αυτής της υποχώρησης της πολιτικής διεθνώς. Βιώνουμε και τις συνέπειες της δικής μας απρονοησίας, ως «ύβρεως» που μας έχει οδηγήσει στο να γίνουμε «χρέους υποτελείς», αλλά και στον κίνδυνο του «αφελληνισμού» μας, δηλαδή την υποβάθμισή μας σε υπηκόους μιας «φτωχής επαρχίας» και την καταστροφή των παραδοσιακών πολιτισμικών δεσμών του Ελληνισμού, στο ίδιο το μητροπολιτικό του κέντρο, αλλά και αυτή την απώλεια του ήθους μας του Ελληνικού. Αν και στη νεοελληνική πολιτική ταυτότητα έχει εγγραφεί η αμφισβήτηση του κράτους ως αποκλειστικού πεδίου πολιτικής, στις κατηγορίες που απευθύνουμε στο πολιτικό μας προσωπικό, επικεντρωνόμαστε στο ζήτημα της διαφθοράς και επικαλούμαστε την ηθική, με τρόπο μεταφυσικό, αναζητώντας ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, τιμωρίας και συμμόρφωσης. Τονίζοντας την ευθύνη των πολιτικών στην εγκαθίδρυση του πελατειακού συστήματος και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας, αποφεύγουμε να καταλογίσουμε στους σημερινούς Έλληνες, που διαμαρτύρονται για την περιστολή των «κεκτημένων» δικαιωμάτων τους, τις δικές τους ευθύνες για το πώς βολεύτηκαν με τη συρρίκνωση της πολιτικής στα όρια του κομματικού-πελατειακού συστήματος. Αποτυγχάνουμε τελικά, να θέσουμε ως ασπίδα της «Ελληνικότητάς» μας, για την οποία ξεσπαθώνουμε συνήθως με άσχετες ρητορείες, το Ελληνικό μας ήθος, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε την πολιτειακή μας ταυτότητα. Αποτυγχάνουμε να εξοπλίσουμε με «Ελληνικότητα» την αντίληψη μας περί πολιτικού βίου, να διεκδικήσουμε και να θέσουμε ως αίτημα το πέρασμα από την ατομική στην πολιτική ελευθερία και αυτονομία, τη μετατροπή δηλαδή της κοινωνίας σε «Δήμο» και τη σύσταση «Πολιτείας».
Από την άλλη μεριά το κυρίαρχο ρεύμα των Ελλήνων διανοουμένων ακολούθησε τις ευρωπαϊκές εκδοχές της φιλοσοφίας, παρά το γεγονός ότι σε κάθε συζήτηση, όπως παρατηρεί ο Anton, «είναι ουσιαστικά αδύνατο να εξετάσει κανείς οποιαδήποτε πλευρά, οικονομική, πνευματική, φιλοσοφική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ή φυλετική, των σχέσεων της Ελλάδας προς την Ευρώπη, χωρίς να υπεισέλθει στο θέμα της Ελληνικότητας. Αυτό με τη σειρά του δεν είναι δυνατό να το πραγματευτεί κανείς χωρίς να φέρει στο προσκήνιο το ευρύτερο θέμα της ιστορίας». Κάνοντας ένα ακόμη βήμα ο Κοντογιώργης σημειώνει πως «το ανθρωποκεντρικό πλεονέκτημα του κοσμοσυστημικού ελληνισμού οδήγησε τους θιασώτες της νεοτερικότητας και, στο πλαίσιο αυτό, τους απολογητές του νεοελληνικού κράτους-έθνους, να επιχειρήσουν τη συστηματική ενοχοποίηση του κόσμου της ιστορίας του ελληνισμού, προκειμένου να συγκαλύψουν την αδυναμία, αυτού του κράτους, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας» Έτσι η αντιπαλότητα των νεοελλήνων προς το κράτος τους, ενοχοποιείται ως πολιτική συμπεριφορά που αποκλίνει από την ευρωπαϊκή.
Αλλά αν όχι εμείς, τότε ποιος θα ανοίξει το δρόμο για την «Επιστροφή των Ελλήνων»;
Ο καθηγητής Κοντογιώργης μας προειδοποιεί πως η εξέλιξη αυτή δεν είναι εφικτή στις μέρες μας, όχι για τους τεχνικούς λόγους που επικαλείται η κυρίαρχη πολιτική σκέψη, αλλά επειδή «το στάδιο που διέρχεται ο κόσμος σήμερα δεν επιτρέπει καν τη γνωσιολογική υιοθεσία και, περαιτέρω, την αναδοχή του αιτήματος». Όπως μας λέει με απλά λόγια ο John Anton, «ενώ οι φυσικές και βιολογικές επιστήμες προμηθεύουν τις πιο ευεργετικές και προσοδοφόρες γνώσεις στις τεράστιες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η κυβερνητική πολιτική των κρατών προσανατολίζεται νομοθετικά για τη επίτευξη της κερδοφόρας ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Όσο θα επικρατεί η τέτοια προβληματική διασύνδεση πρακτικών κι επιστημονικών ενδιαφερόντων, ο πολιτικός βίος θα εξακολουθεί να κυμαίνεται μεταξύ δύο διαστάσεων: της τεχνοκρατίας και του ωφελιμισμού».
Η ανθρωπότητα κινδυνεύει να εισέλθει σε σκοτεινές εποχές. Σύμφωνα με την θεώρηση του Γιώργου Κοντογιώργη κάνουμε τα πρώτα βήματα στην «ανθρωποκεντρική φάση της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας» και ο δρόμος ως την ωρίμανσή της δεν είναι μήτε ευθύς μήτε εύκολος, αν και ο ίδιος είναι αισιόδοξος για το τι μπορούν να προσφέρουν οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες στις νέες γενιές. Από την πλευρά του ο καθηγητής Anton πιστεύει πως «δεν πρέπει να αποκλείουμε και την επίτευξη μιας ιδιότυπης αναγέννησης που θα σηματοδοτεί μια πλήρη στροφή προς τη δημιουργική πορεία για κοινωνικές και πολιτικές αναμοχλεύσεις και για καινούργιες ανακατατάξεις αξιών». Σημειώνει ωστόσο πως «ίσως η τέτοια μεταστροφή χρειαστεί μερικούς αιώνες να καρπίσει». Μας επισημαίνει δε πως «αν μια τέτοια στροφή κάποτε λάβει χώρα ο δρόμος θα προετοιμαστεί μόνο με την αναζωπύρωση του Πολιτικού Έρωτα μαζί με την ριζική αναστήλωση και τον εμπλουτισμό της κλασικής προσέγγισης της φύσης του ανθρώπου».
Ιδού λοιπόν. Ελληνικότητα και Πολιτική, άλλο δε σημαίνουν από μια σχέση ανατροφοδοτική, που αναφέρεται σε αξίες οικουμενικές και απώτατες, ικανές να ξυπνούν τον πολιτικό έρωτα για τις ιδέες του καλού, της ανδρείας, της σοφίας και της δικαιοσύνης που οδηγούν τον άνθρωπο και τον πολιτικό του βίο σε πλήρωση, στην Αρετή και στην Ευδαιμονία. Όμως η μέθεξη στη σχέση αυτή, η διεκδίκηση δηλαδή της ιδότητας του "πολίτη", απαιτεί, όπως θα μας έλεγε και ο John P. Anton, "αίρεσιν βίου". Ένας νέος πατριωτισμός μπορεί να γεννηθεί με μια ηθική αναδίπλωση της ελευθερίας μας, που θα αναγεννήσει το Ελληνικό μας Ήθος. Αυτό είναι το βαρύ φορτίο της κληρονομιάς μας, αυτό είναι η σφραγίδα της ταυτότητας μας και αυτή είναι η οικουμενική αξία του Ελληνισμού.
· Είτε «Η Πολιτική για την Ελληνικότητα», δηλαδή, η πολιτική που μπορεί να διαφυλάξει την εθνική μας ταυτότητα,
· Είτε «Η Ελληνικότητα για την Πολιτική», δηλαδή, αν η «ελληνικότητα», μπορεί να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα του πολιτικού βίου.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών εννοιών, όποια κι αν είναι η σύνταξη και η ανάγνωση, οδηγεί σε μια ανοιχτή εξέταση των αξιών του διαχρονικού ανθρωπισμού που οι αρχαίοι συνόψισαν ως «έλλογο πολιτικό βίο».
Παρά το γεγονός ότι αυτό που νοούμε ως Δυτικό πολιτισμό, θεωρείται από πολλούς συνέχεια του Ελληνικού, η αλήθεια είναι ότι, ενώ στις κρίσιμες ιστορικές καμπές του ο Δυτικός κόσμος προσέτρεξε στην Ελληνική σοφία, η συνάντησή τους δεν πληρώθηκε, λόγω της εμμονής για την ανακάλυψη του «νέου ανθρώπου». Η νεότερη αντίληψη στην Ευρώπη και την Αμερική για την πολιτική, έμεινε αμέτοχη της σοφίας που διαπνέει η κατανόηση της φύσης και του ανθρώπου από τους Αρχαίους Έλληνες. Η νέα αντίληψη της έννοιας του πολίτη, επικεντρώνεται στο αίτημα για ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θεμελιώνεται στην ιδέα της αρετής, στη θεώρηση της ανθρώπινης εντελέχειας και την ανάπτυξη του πολιτικού ήθους. Με την παρακμή της φεουδαρχίας, ο θεσμός του «κράτους-έθνους» έδωσε άλλη ερμηνεία της κοινωνίας και του δικαίου, με την έμφαση στη δύναμη της βούλησης κι όχι της νόησης. Η πρωτοκαθεδρία της βούλησης, εκτοπίζει την φρόνηση και προβάλλει την ελευθερία και τα ατομικευμένα δικαιώματα ως το κέντρο της ηθικής. Η πολιτική θεωρείται ως άσκησης ισχύος. Όμως τα «συμβόλαια» με τα οποία «προίκισε» ο Διαφωτισμός τις κοινωνίες, απαξιώθηκαν, προς χάρη της κυριαρχίας των αγορών, στο όνομα της «θήρας της ευτυχίας». Ως αποτέλεσμα, η δυναμική της εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων, καθορίζεται από το υπερεθνικό κεφάλαιο, που απεξαρτημένο από κανονισμούς, λεηλατεί με επιδρομές τον πλούτο, όπου αυτός παράγεται με την ελεγχόμενη, απ’ αυτό το ίδιο κεφάλαιο, διακίνηση της γνώσης και της πληροφορίας. Τα εργαλειακά στερεότυπα που προτείνονται, για να καλύψουν την πολιτική και ιδεολογική αμηχανία και το «δημοκρατικό έλλειμμα», δεν αποδεικνύουν μόνο την αδυναμία των κρατών να απαγκιστρωθούν από τα αγοραία και αμοραλιστικά δόγματα οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και την ίδια την ουσιώδη και δομική αδυναμία του πολιτικού συστήματος, να ορίσει και να προωθήσει το «κοινό αγαθό».
Όπως φαίνεται, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στη Δύση, αναπτυγμένο στα πλαίσια του κράτους-έθνους, μπορεί να αποκαλείται «δημοκρατία», βασισμένο στον κομματικό πλουραλισμό, όμως αυτό που διαπιστώνεται είναι ένα νοθευμένο, παρεκβατικό πολίτευμα. Η κυβέρνηση αντικαθίσταται από την δια - κυβέρνηση, δηλαδή την εξωθεσμική εξισορρόπηση της ασκούμενης ισχύος διαμεσολαβητών, μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Τα ηθικά αιτήματα και τα αξιακά προτάγματα, αντικαθίστανται από τεχνοκρατικές αποτιμήσεις αποτελεσματικότητας. Η σχετική αυτονομία του κράτους έναντι της αγοράς, έχει δώσει τη θέση της σε μια αύξουσα ετερονομία, με αποτέλεσμα στις μέρες μας, να βιώνουμε μια οικονομική απορρύθμιση που λαμβάνει όλο και πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής κρίσης.
Τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα την πολιτική σκέψη, έτσι όπως διατυπώνονται και στις τελευταίες εργασίες του καθηγητή και κεντρικού ομιλητή, της εκδήλωσης, Γιώργου Κοντογιώργη είναι τα εξής:
· Που θα οδηγήσει η «παγκοσμιοποίηση», όταν η αγορά γίνεται οικουμενική, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική, με αποτέλεσμα το κοσμοσυστημικό κανονιστικό πλαίσιο να βρίσκεται στα χέρια των δια-κρατικών και υπέρ-κρατικών σχέσεων ισχύος και ηγεμονίας;
· Το κράτος, είναι σε θέση να εκπληρώσει τον ρυθμιστικό ρόλο που είχε στην εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας, όταν οι λειτουργίες του εξαρτώνται ευρέως από τον διεθνή παράγοντα;
· Πως θα ανακάμψει η Πολιτική από την σημερινή ανατροπή δύναμης, αλλά και τη διαρκώς ογκούμενη αμφισβήτηση των φορέων του κράτους, ιδιαίτερα δε του πολιτικού προσωπικού και του κομματικού συστήματος;
Τα κράτη, που δημιουργήθηκαν για να προσφέρουν πρώτα ασφάλεια, δικαιοσύνη αλλά υποσχέθηκαν επίσης, πρόνοια και αναδιανομή πλούτου, δεν μπορούν σήμερα να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα, όσο η πολιτική παραμένει διαχωρισμένη από την ηθική και όσο οι εφαρμογές της τεχνολογίας καθηλώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε άφρονες συμπεριφορές. Μήπως λοιπόν, έχει έρθει η ώρα μιας νέας αναμέτρησης με τη σοφία που μας κληροδότησαν οι Έλληνες; Ο Γιώργος Κοντογιώργης μας εξηγεί πως «το βάρος της ιστορίας του ελληνισμού δεν έχει να κάμει με τους αιώνες που άφησε πίσω του. ∆εν είναι καν η βαρύτητα του παρελθόντος πολιτισμού σε σχέση με το σημερινό κράτος. Εστιάζεται κυρίως στο πλεονέκτημα της σύγκρισης του ελληνικού κοσμοσυστημικού παρελθόντος με το εθνοκρατικό κοσμοσυστημικό παρόν».
Ο τιμώμενος Φιλόσοφος και Διακεκριμένος καθηγητής, John P. Anton θέτει το θέμα:
«Το κράτος είναι ο μέγας πολιτικός ασθενής και δεν έχουμε ιδέα πως vα απoκαταστήσoυμε τηv υγεία τoυ και αv η απoκατάσταση είvαι δυνατή. Η ανθρωπότητα ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε καλύτερη ευκαιρία αλλά και πιο επιτακτική ανάγκη να εμφυσήσει καιvoύργια ζωή στο Ελληνικό ιδεώδες της Δημοκρατίας. Αυτή η πολύτιμη κληρovoμιά επιβάλλεται τώρα να γίνει μελλovτικός σκοπός της πολιτικής τέχνης και να αναγνωριστεί ως το άριστο μέσο της επιβίωσής μας».
Αν έτσι είναι, τότε ποιος θα αναλάβει αυτό το εγχείρημα;
Η σημερινή Ελλάδα βρίσκεται αδύναμη για να αναλάβει τις ευθύνες της «Επιστροφής των Ελλήνων». Σε άλλους δρόμους την έχει βάλει το πρόβλημα της επιβίωσης της. Όμως αν η εξαθλίωση της πολιτικής προκαλεί παγκόσμια ανησυχία, για μάς η ανησυχία αυτή παίρνει άλλες διαστάσεις. Διακυβεύεται η συνείδηση της ιστορικής μας συνέχειας, αν όχι και η ουσία της ταυτότητάς μας.
Ερχόμαστε έτσι στα ερωτήματα και αφυπνίσματα, που θέτει η φιλοσοφική σκέψη του Anton:
· Συνεχίζει το κλασικό πνεύμα, με τις αξίες και τη νοοτροπία του, να αποτελεί μέρος της θεώρησης βίου των συγχρόνων Ελλήνων, των Νεοελλήνων εν γένει;
· Τι μπορούμε σήμερα να αποκαλέσουμε αυθεντικά "Ελληνικό" στη συμπεριφορά των Νεοελλήνων και πως διαπιστώνονται με βεβαιότητα τα γνωρίσματα αυτά;
· είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη οικουμενικών αξιών και αυτοσκοπών, για την πιθανώς επερχόμενη παγκόσμια κοινωνία, όταν η έννοια του πολιτισμού γίνεται δέσμια των δυνάμεων της τεχνολογίας που επιφέρουν αδιάκοπη αλλαγή;
· Μπορούμε άραγε να πάμε πίσω, ή καλύτερα, να επαναφέρουμε τις οικουμενικές αξίες του Ελληνικού Νου και την ύψιστη αποστολή τους, όπως τις θεμελίωσαν οι Έλληνες, με βάση την έλλογη θεωρία για τη φύση του ανθρώπου;
Εμείς, οι Νεοέλληνες, βιώνουμε σήμερα με τρόπο πικρό και έντονο τις συνέπιες αυτής της υποχώρησης της πολιτικής διεθνώς. Βιώνουμε και τις συνέπειες της δικής μας απρονοησίας, ως «ύβρεως» που μας έχει οδηγήσει στο να γίνουμε «χρέους υποτελείς», αλλά και στον κίνδυνο του «αφελληνισμού» μας, δηλαδή την υποβάθμισή μας σε υπηκόους μιας «φτωχής επαρχίας» και την καταστροφή των παραδοσιακών πολιτισμικών δεσμών του Ελληνισμού, στο ίδιο το μητροπολιτικό του κέντρο, αλλά και αυτή την απώλεια του ήθους μας του Ελληνικού. Αν και στη νεοελληνική πολιτική ταυτότητα έχει εγγραφεί η αμφισβήτηση του κράτους ως αποκλειστικού πεδίου πολιτικής, στις κατηγορίες που απευθύνουμε στο πολιτικό μας προσωπικό, επικεντρωνόμαστε στο ζήτημα της διαφθοράς και επικαλούμαστε την ηθική, με τρόπο μεταφυσικό, αναζητώντας ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, τιμωρίας και συμμόρφωσης. Τονίζοντας την ευθύνη των πολιτικών στην εγκαθίδρυση του πελατειακού συστήματος και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας, αποφεύγουμε να καταλογίσουμε στους σημερινούς Έλληνες, που διαμαρτύρονται για την περιστολή των «κεκτημένων» δικαιωμάτων τους, τις δικές τους ευθύνες για το πώς βολεύτηκαν με τη συρρίκνωση της πολιτικής στα όρια του κομματικού-πελατειακού συστήματος. Αποτυγχάνουμε τελικά, να θέσουμε ως ασπίδα της «Ελληνικότητάς» μας, για την οποία ξεσπαθώνουμε συνήθως με άσχετες ρητορείες, το Ελληνικό μας ήθος, από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε την πολιτειακή μας ταυτότητα. Αποτυγχάνουμε να εξοπλίσουμε με «Ελληνικότητα» την αντίληψη μας περί πολιτικού βίου, να διεκδικήσουμε και να θέσουμε ως αίτημα το πέρασμα από την ατομική στην πολιτική ελευθερία και αυτονομία, τη μετατροπή δηλαδή της κοινωνίας σε «Δήμο» και τη σύσταση «Πολιτείας».
Από την άλλη μεριά το κυρίαρχο ρεύμα των Ελλήνων διανοουμένων ακολούθησε τις ευρωπαϊκές εκδοχές της φιλοσοφίας, παρά το γεγονός ότι σε κάθε συζήτηση, όπως παρατηρεί ο Anton, «είναι ουσιαστικά αδύνατο να εξετάσει κανείς οποιαδήποτε πλευρά, οικονομική, πνευματική, φιλοσοφική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ή φυλετική, των σχέσεων της Ελλάδας προς την Ευρώπη, χωρίς να υπεισέλθει στο θέμα της Ελληνικότητας. Αυτό με τη σειρά του δεν είναι δυνατό να το πραγματευτεί κανείς χωρίς να φέρει στο προσκήνιο το ευρύτερο θέμα της ιστορίας». Κάνοντας ένα ακόμη βήμα ο Κοντογιώργης σημειώνει πως «το ανθρωποκεντρικό πλεονέκτημα του κοσμοσυστημικού ελληνισμού οδήγησε τους θιασώτες της νεοτερικότητας και, στο πλαίσιο αυτό, τους απολογητές του νεοελληνικού κράτους-έθνους, να επιχειρήσουν τη συστηματική ενοχοποίηση του κόσμου της ιστορίας του ελληνισμού, προκειμένου να συγκαλύψουν την αδυναμία, αυτού του κράτους, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας» Έτσι η αντιπαλότητα των νεοελλήνων προς το κράτος τους, ενοχοποιείται ως πολιτική συμπεριφορά που αποκλίνει από την ευρωπαϊκή.
Αλλά αν όχι εμείς, τότε ποιος θα ανοίξει το δρόμο για την «Επιστροφή των Ελλήνων»;
Ο καθηγητής Κοντογιώργης μας προειδοποιεί πως η εξέλιξη αυτή δεν είναι εφικτή στις μέρες μας, όχι για τους τεχνικούς λόγους που επικαλείται η κυρίαρχη πολιτική σκέψη, αλλά επειδή «το στάδιο που διέρχεται ο κόσμος σήμερα δεν επιτρέπει καν τη γνωσιολογική υιοθεσία και, περαιτέρω, την αναδοχή του αιτήματος». Όπως μας λέει με απλά λόγια ο John Anton, «ενώ οι φυσικές και βιολογικές επιστήμες προμηθεύουν τις πιο ευεργετικές και προσοδοφόρες γνώσεις στις τεράστιες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η κυβερνητική πολιτική των κρατών προσανατολίζεται νομοθετικά για τη επίτευξη της κερδοφόρας ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Όσο θα επικρατεί η τέτοια προβληματική διασύνδεση πρακτικών κι επιστημονικών ενδιαφερόντων, ο πολιτικός βίος θα εξακολουθεί να κυμαίνεται μεταξύ δύο διαστάσεων: της τεχνοκρατίας και του ωφελιμισμού».
Η ανθρωπότητα κινδυνεύει να εισέλθει σε σκοτεινές εποχές. Σύμφωνα με την θεώρηση του Γιώργου Κοντογιώργη κάνουμε τα πρώτα βήματα στην «ανθρωποκεντρική φάση της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας» και ο δρόμος ως την ωρίμανσή της δεν είναι μήτε ευθύς μήτε εύκολος, αν και ο ίδιος είναι αισιόδοξος για το τι μπορούν να προσφέρουν οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες στις νέες γενιές. Από την πλευρά του ο καθηγητής Anton πιστεύει πως «δεν πρέπει να αποκλείουμε και την επίτευξη μιας ιδιότυπης αναγέννησης που θα σηματοδοτεί μια πλήρη στροφή προς τη δημιουργική πορεία για κοινωνικές και πολιτικές αναμοχλεύσεις και για καινούργιες ανακατατάξεις αξιών». Σημειώνει ωστόσο πως «ίσως η τέτοια μεταστροφή χρειαστεί μερικούς αιώνες να καρπίσει». Μας επισημαίνει δε πως «αν μια τέτοια στροφή κάποτε λάβει χώρα ο δρόμος θα προετοιμαστεί μόνο με την αναζωπύρωση του Πολιτικού Έρωτα μαζί με την ριζική αναστήλωση και τον εμπλουτισμό της κλασικής προσέγγισης της φύσης του ανθρώπου».
Ιδού λοιπόν. Ελληνικότητα και Πολιτική, άλλο δε σημαίνουν από μια σχέση ανατροφοδοτική, που αναφέρεται σε αξίες οικουμενικές και απώτατες, ικανές να ξυπνούν τον πολιτικό έρωτα για τις ιδέες του καλού, της ανδρείας, της σοφίας και της δικαιοσύνης που οδηγούν τον άνθρωπο και τον πολιτικό του βίο σε πλήρωση, στην Αρετή και στην Ευδαιμονία. Όμως η μέθεξη στη σχέση αυτή, η διεκδίκηση δηλαδή της ιδότητας του "πολίτη", απαιτεί, όπως θα μας έλεγε και ο John P. Anton, "αίρεσιν βίου". Ένας νέος πατριωτισμός μπορεί να γεννηθεί με μια ηθική αναδίπλωση της ελευθερίας μας, που θα αναγεννήσει το Ελληνικό μας Ήθος. Αυτό είναι το βαρύ φορτίο της κληρονομιάς μας, αυτό είναι η σφραγίδα της ταυτότητας μας και αυτή είναι η οικουμενική αξία του Ελληνισμού.
1 σχόλιο:
Ο Κοντογιώργης αποτελεί αληθινό κόσμημα,λάτρης μιας πολιτικής αλλαγής,ένας των πολλών οραματιστών μιας πολιτικής ελευθερίας και αναδιπλώσεως της Ελλάδος.Η ελληνική εθνική ταυτότης και συνείδησις καλείται να 'βρη το βηματισμό της 'στο λυκόφως του μέλλοντος αιώνος χωρίς υπεκφυγές και υπαναχωρήσεις ενώπιον αδυσωπήτων εχθρών και ανυπερβλήτων,ίσως,εμποδίων('στο Ταξείδιον του Οδυσσέως και το αστραποβόλημα του θάρρους ενός θυμού Αχιλλείου).
Δημοσίευση σχολίου