
Η ΕΕ βρίσκεται στα πρόθυρα μίας τρομακτικής ύφεσης, η οποία απειλεί να καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος των Οικονομιών της। Το παράδοξο είναι ότι αυτή η ύφεση συντελείται ενώ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ενισχύσει με απίστευτα μεγάλες ενέσεις ρευστότητας το τραπεζικό σύστημα. Είναι προφανές ότι αυτή η ρευστότητα δεν οδηγείται στις επενδύσεις ή στην κατανάλωση, αλλά παραμένει στις «αγορές», σε αυτό το κύκλωμα που έχουμε αποδεχτεί να διακρίνουμε με τον «αθώο» και παράξενο όρο «μη πραγματική οικονομία». Το παγκόσμιο φούσκωμα αυτού του μπαλονιού τις δυο προηγούμενες δεκαετίες, έγινε με την αλόγιστη απάλειψη κάθε ρυθμιστικού και ελεγκτικού κανόνα, που θα μπορούσε να περιορίσει την ασύστολη μόχλευση του τραπεζικού χρήματος. Έτσι ανατράφηκε ένας τρομακτικός «Δράκος» που η καυτή ανάσα του που θέρμαινε την «πραγματική οικονομία», αλλά απειλεί τώρα να κάψει τις Κυβερνήσεις, τις Κεντρικές Τράπεζες και τις μεταπολεμικές Δυτικές Κοινωνίες. Ο «Δράκος» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως μοχλός του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και των κρατικών ελλειμμάτων, έχει φέρει σε κατάσταση απελπισίας τους Ιππότες του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Νομίσματος. Οι Ευρωπαίοι Πολιτικοί ωστόσο, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τρυπήσουν την καρδιά του Δράκου, γιατί όπως στις αγγλοσαξονικές ιστορίες, αυτό μπορεί να σημάνει και το δικό τους «θάνατο», αφού οι δυο καρδιές είναι ενωμένες. Το δίπολο Κράτος – Αγορά έχει ιδιοποιηθεί τις λειτουργίες της πολιτικής και της οικονομίας και έχουν υποβιβάσει την κοινωνία, που καλείται να πληρώσει την διαταραχή της ισορροπίας στη σχέση τους, σε ρόλο ιδιωτών/καταναλωτών προϊόντων που προσφέρουν τα τηλεοπτικά διαφημιστικά διαλείμματα και υπηκόων/καταναλωτών του προϊόντος της πολιτικής που προσφέρουν τα «μέσα ενημέρωσης».
Το Βερολίνο, που οι Πρώσοι Βασιλείς δεν καταδέχτηκαν ποτέ ως τόπο διαμονής, υπήρξε μια μοιραία πόλη στην ιστορία της Ευρώπης και φαίνεται πως θέλει να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά αυτό το στίγμα। Τα κολοσσιαία ιστορικά σφάλματα, που συντελούνται σήμερα σε αυτή η πόλη της Γερμανικής Ομοσπονδίας, δεν είναι πρωτόγνωρα. Για πρώτη όμως φορά η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, νοιώθει πως είναι αρκετά δυνατή για να στριμώξει τους άλλοτε αντιπάλους της και σημερινούς εταίρους της. Η εποχή της Βόννης έχει παρέλθει οριστικά. Η ύπαρξη της Γερμανικής πρωτεύουσας δηλώνει την απερίφραστη αλήθεια, πως το ίδιο Γερμανικό Έθνος είναι ένα κατασκεύασμα ενός κράτους, που φτιάχτηκε για να επιβάλλεται με την ισχύ. Τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται σήμερα οι κυρίαρχοι κύκλοι του Βερολίνου, δεν έχουν καμιά αναφορά στην γερμανική κοινωνία -πολύ περισσότερο στις ευρωπαϊκές- και αντιθέτως, ανταποκρίνονται κυρίως στα συμφέροντα των τραπεζών και των εν γένει κατόχων χρηματιστικού κεφαλαίου. Μπορεί ο Κινέζικος «Δράκος» να άφησε τον παραδοσιακό του ρόλο -τη φύλαξη δηλαδή των προγονικών εστιών- και να πήρε από τη Γερμανία την πρώτη θέση στον όγκο των εξαγωγών, όμως ο Γερμανικός Αετός είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να αντιμετωπίσει -τόσο αυτόν όσο και τον Αμερικάνικο λευκοκέφαλο βασιλικό Αητό, αλλά και τον γερασμένο Βρετανικό λέοντα- με ένα σκληρό Νόμισμα, όπως πιστεύει πως θα ήταν το Μάρκο, ένα εργαλείο ισχύος. Όμως και τα άλλα κράτη δεν διαφέρουν ως προς το «βασικό τους ένστικτο», απλώς έχουν διαφορετική οπτική, που τους επιτρέπει να μιλούν για «αλληλεγγύη». Απλώς η Γερμανία, αντίθετα από τη Γαλλία, δεν βλέπει την σημερινή αδυναμία του ευρώ ως στοιχείο μιας επίθεσης από συμφέροντα των αγγλοσαξονικών «αγορών», αλλά ως συνέπεια από την αποτυχία μερικών ευρώ-μελών να εφαρμόσουν την ίδια δημοσιονομική πειθαρχία με αυτήν. Ζητά λοιπόν κατ’ ουσία το Ευρώ να γίνει Μάρκο και τα λοιπά μέλη να δεχθούν μια ισοτιμία που εξυπηρετεί τη Γερμανία. Η καγκελάριος Μέρκελ απέδειξε πως μπορεί να ξεπεράσει την πάλαι ποτέ «σιδηρά» κυρία Θάτσερ. Αν η τελευταία αντιλαμβανόταν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Σούπερ Μάρκετ, η πρώτη την θέλει ως ένα Γερμανικό Σούπερ Μάρκετ στο οποίο τα γερμανικά προϊόντα θα είναι στο πάνω ράφι, στη μέση θα είναι τα φτηνά προϊόντα των χαμηλότερων ισοτιμιών και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι θα πρέπει να διαγκωνίζονται για θέσεις σε κάτω ράφια. Επιπλέον θα πρέπει να τιμωρούνται όσοι αγοράζουν με Πιστωτικές Κάρτες!
Η μεταπολεμική Ευρώπη είχε να υπερηφανεύεται για το κοινωνικό της κράτος, την κατοχύρωση δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, τον κομματικό πλουραλισμό στο πολιτικό της σύστημα και μια σειρά από σπονδυλωτούς θεσμούς που μαρτυρούσαν την ιστορική πορεία των κοινωνιών της, με τα κατάλοιπα αλλά και το ξεπέρασμα των αντιφάσεων αυτής της πορείας। Κάτω από το φόβο που άφησε πίσω η φρίκη δυο πολέμων, οι πολιτικοί της Ευρώπης οδηγήθηκαν σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν τις αντιπαλότητες από το μόρφωμα του Κράτους – Έθνους, φτιάχνοντας περίπλοκους γραφειοκρατικού μηχανισμούς και όργανα πολιτικών αποφάσεων, όπου υποτίθεται πως, με σταθερούς κανόνες, περιορίζουν την άσκηση ηγεμονίας στη βάση της ισχύος και προσφέρουν ισοτιμία στα συμμετέχοντα κράτη. Πέτυχαν την ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, αναδιανέμοντας μεγάλα ποσά για την σύγκλιση των οικονομιών των επί μέρους κοινωνικών σχηματισμών. Ωστόσο, το περίφημο «Ευρωπαϊκό Κεκτημένο», έχει ως κτήτορα και κύριο, όχι την κοινωνία στην οποία υποτίθεται πως αναφέρεται, αλλά τα κράτη, και κατ’ επέκταση τα κοινοβουλευτικά κόμματα και πολιτικό σύστημα, το οποίο παρέχει τα αγαθά του «κτήματος» στις κοινωνίες, υπό τον τύπο «δικαιωμάτων». Όταν οι ιδέες της οικονομικής σχολής του Σικάγο επιτάχυναν τις λειτουργίες του οικονομικού συστήματος με την άρση των κανόνων στην κατοχή, διαχείριση και διακίνηση των κεφαλαίων, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και κατ’ επέκταση οι τραπεζίτες και οι διαχειριστές κεφαλαίων, ως κύριοι και κάτοχοι του οικονομικού συστήματος, απαίτησαν από το πολιτικό σύστημα να θέσει ως σκοπό του κράτους το σκοπό της «Αγοράς» και τρόπο λειτουργίας του τους «νόμους της αγοράς», η οποία έτσι υποσχόταν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας την «κοινωνία των καταναλωτών». Ό και εγένετο! Οι μάχες οπισθοφυλακής μεταξύ φιλελευθέρων και σοσιαλιστών, αφορούσαν την έκταση της κρατικής κυριότητας σε μέσα παραγωγής και χάθηκε στο όνομα της «αποτελεσματικότητας», με τα κριτήρια που έθετε η «αγορά». Αυτή, ως κάτοχος του οικονομικού συστήματος επιβλήθηκε ως προνομιακός συνεταίρος του κράτους, παραμερίζοντας κάθε άλλο συνεταίρο του πολιτικού συστήματος, που διεκδικούσε το ρόλο της «κοινωνίας πολιτών». Μπορούμε έτσι να εξηγήσουμε γιατί οι Ευρωπαίοι προχώρησαν σε μια νομισματική ένωση και τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομίσματος, χωρίς να επιχειρήσουν πρώτα την πολιτική ενοποίηση. Οι κύριοι του οικονομικού συστήματος, επέβαλαν ως προτεραιότητα την επείγουσα ανάγκη τους για ένα νομισματικό εργαλείο, για την Ευρωπαϊκή συμμετοχή στην «αγορά», δηλαδή στη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική μόχλευση που γνώρισε ο πλανήτης.
Οι μηχανικοί αυτής της μόχλευσης δόμησαν τα προϊόντα της στις δυο όχθες του Ατλαντικού στα γνωστά κέντρα της Wall Street και του City, γεμίζοντας το οικονομικό σύστημα με πολύ και φτηνό χρήμα, την ώρα που η παγκόσμια αγορά εμπορευμάτων πλημμύριζε με προϊόντα κινέζικής προέλευσης। Η νέα «σκληρή» ισοτιμία διόγκωσε το εσωτερικό εμπόριο, με άνισο τρόπο για κάθε Εθνική οικονομία. Εσωτερικά το κοινό νόμισμα λειτούργησε ως μεταβιβαστικός ιμάντας υπεραξίας από τον Ευρωπαϊκό «νότο» στο «βορρά». Προκειμένου να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση αυτής της σύνθετης λειτουργίας από το ελεύθερα κινούμενο κεφάλαιο, η Ευρωζώνη έχει αυτό-καταργήσει κάθε προστασία από το βορειοαμερικανικό και κινεζικό ανταγωνισμό. Σήμερα αποκαλύπτεται η μακροχρόνια αδυναμία της Ένωσης να ανταπεξέλθει ως σύνολο, σε μια νομισματική πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Γερμανίας και των Διεθνών Τραπεζών. Οι δυτικές κοινωνίες, που εντωμεταξύ ενέδωσαν στην κρυφή και φανερή γοητεία του φτηνού και εύκολα διαθέσιμου χρήματος και χρεώθηκαν, σε βαθμό που κατέστησαν αυτές τις συμβάσεις δανεισμού ως τον κυρίαρχο προσδιοριστικό παράγοντα των κοινωνικών σχέσεων. Παράλληλα, αυξήθηκε ο δανεισμός των κρατών προκειμένου να εξυπηρετηθεί το «πελατειακό» πολιτικό σύστημα. Αν ο χρόνος της παρεχόμενης εργασίας, με εθελούσια σύμβαση έναντι αμοιβής, προσμετράται ως έλλειμμα αυτονομίας ή ελευθερίας του ατόμου, τότε η σύμβαση δανεισμού θα πρέπει να προσμετράται ως παλινδρόμηση προς το καθεστώς ανελευθερίας της δουλοπαροικιακής εποχής. Η «κοινωνία των χρεωστών», μπορεί να μην επιζητεί την απελευθέρωσή του ατόμου από τα κοινωνικά δεσμά της φεουδαρχίας, επιζητεί όμως τη διατήρηση της εργασιακής του εξάρτησης, την μη απόρριψή του από την οικονομική διαδικασία, την στιγμή που ούτε το κράτος ούτε –πολύ περισσότερο- η αγορά, μπορούν να το υποσχεθούν, ενώ αντίθετα αυτή η απόρριψη απειλεί και την αυτοαπασχολούμενη ή επιχειρούσα μεσαία τάξη. Η κρίση αποκάλυψε πως στη σχέση κράτους και αγοράς έχει επέλθει μια καίρια ανατροπή της ισορροπίας υπέρ της αγοράς. Όπως επισημαίνει ωστόσο ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώρης: «το δίλημμα κράτος ή αγορά συνέχεται με το διακύβευμα δυνάμει του οποίου επιχειρείται η ερμηνεία της κρίσης και η αναζήτηση μέτρων θεραπείας ενώ στο διλημματικό αυτό διακύβευμα –κράτος ή αγορά –απουσιάζει η αιτιολογία του, ο σκοπός ή ο λόγος της ύπαρξής τους, δηλαδή η κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν συντρέχει λόγος ύπαρξης ούτε του κράτους ούτε της αγοράς.»
Η γενιά της κυρίας Μέρκελ δεν περπάτησε στα ερείπια του πολέμου και το πολιτικό, τεχνοκρατικό, επιχειρηματικό δυναμικό της Δύσης, ανήκει κατά πλειοψηφία στη γενιά που ενστερνίστηκε τον κυνικό οπορτουνισμό ως ηθικό της μπούσουλα. Μπορεί η πυρηνική ισχύς να είναι αποτρεπτική για παγκόσμιες συρράξεις, μπορεί οι οικονομικοί πόλεμοι να μην αφήνουν πίσω ματωμένα ερείπια, μπορεί η παγκόσμια παραγωγή πλούτου να έχει «βάθος άμυνας», και το κέντρο της οικονομικής ισχύος να έχει μετατοπιστεί προς την Ανατολή, μπορεί σε πολλές δυτικές κοινωνίες η κρίση να βιώνεται, ακόμη, περισσότερο ως φόβος και απειλή, όμως όσο οι τράπεζες και το χρηματοοικονομικό τους κατασκεύασμα, κατισχύουν των κυβερνήσεων και των κρατικών οντοτήτων, αυτό που μπορεί να καταρρεύσει είναι το πολιτικό σύστημα της Δύση. Τέτοιος κίνδυνος στη Δύση είναι ενδεχόμενος όχι μόνο από την ανεξέλεγκτη κοινωνική αντίδραση, αλλά και από το διαβρωτικό και παρεκβατικό ρόλο της αγοραίας συμπεριφοράς των μέσων ενημέρωσης και των διαπλεκόμενων με το πολιτικό σύστημα, ποικίλων συμφερόντων. Σε μια τέτοια περίπτωση ή άσκηση ισχύος και τα παιχνίδια ηγεμονίας μπορούν να οδηγήσουν την Ευρώπη στην τρίτη μεγάλη τραγωδία, από ιδρύσεως της Deutsches Reich και την ανθρωπότητα σε σκοτεινές εποχές.
Παρά το γεγονός ότι οι νέα γενιά φαίνεται πως έχει στα χέρια της τα εργαλεία για να μια αδιαμεσολάβητη κοινωνική δικτύωση, ίσως δεν μπορούμε να είμαστε πολύ αισιόδοξοι για την έγκαιρη συνάντηση Κοινωνίας και Πολιτικής. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι αυτή η νέα γενιά που φαίνεται πως έχει θέσει σε αμφισβήτηση την ηθική συγκρότηση της κοινωνίας και δεν εμπιστεύεται πια τίποτα παλιό, θα ωθήσει την Πολιτική να ανακάμψει έστω και ως προς την ισορροπία της με την Αγορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου