
Το κείμενο σε πρώτη γραφή, δημοσιεύτηκε στα «Καθημερινά Νέα» στις 13 Φλεβάρη 2010. Στο παρόν περιλαμβάνονται κάποιες αλλαγές και προσθήκες.
Στην αρχαία Αθήνα κατά το χρυσό αιώνα του Περικλή και στην Κωνσταντίνου Πόλη κατά το χρυσό αιώνα του Ιουστινιανού, χτίστηκαν δυο μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, δυο Ναοί που αποτελούν ορόσημα στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως σήμερα συγκινούν και προκαλούν δέος. Μόνο που ο ένας Ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά της Σοφίας (ως αρετής του ανθρώπου), ενώ ο άλλος στη Σοφία του Θεού (ως ποιητικής αιτίας του ανθρώπου). Η απόσταση από το νόημα του ενός μνημείου στο άλλο, είναι τόσο μεγάλη ώστε ο Ιουστινιανός να αγνοήσει το πρώτο και να αναφωνήσει «Νενίκηκά σε Σολομών!», αναφερόμενος στο ναό που χτίστηκε με σχέδια και εντολή του ίδιου του Εβραϊκού Θεού, για να φυλάσσεται σ’ αυτόν ο «Νόμος». Ωστόσο και τα δύο αυτά μνημεία αποτελούν παράλληλα σύμβολα αναφοράς του σημερινού «Ελληνισμού». Υπάρχει τίποτα παράδοξο σ’ αυτό; Απλώς το περίφημο «συναμφότερον».
Πριν σαράντα χρόνια, ένα αρχιτεκτόνημα, ξαφνικά και απρόσμενα ξεπήδησε από την Μαντινειακή γη, για να γίνει το ποιο αμφιλεγόμενο κατασκεύασμα στην Αρκαδία τον εικοστό μ.Χ. αιώνα. Ένας ναός στο όνομα της Αγίας Φωτεινής και της «Χριστιανικής Πίστης». Σαν τον πρωτοδείς, είναι αλήθεια ότι θα χρειαστείς κάποιο χρόνο σημαντικό, για να συνειδητοποιήσεις πως πρόκειται πράγματι για ένα Ναό και μάλιστα χριστιανικό. Αντιλαμβάνεσαι τότε πως πρόκειται για μια αρχιτεκτονική σύλληψη από την οποία απουσιάζει η υπερβατική πηγή της σημασίας, του νόμου και του κανόνα που δυναστεύουν τη γενικά παραδεκτή ναοδομία. Αυτή η απουσία από την μια μεριά και η μαεστρία στην πλαστικότητα σχημάτων και υλικών από την άλλη, φαίνεται πως επιτυγχάνουν μια μοναδική αυθυπαρξία νοήματος, που οφείλεται στην με κάθε τρόπο αμφισβήτηση των κατεστημένων σκέψεων και πρακτικών, τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και δογματικό επίπεδο. Αφού δεις για ώρα ικανή το μέσα και το έξω του οικοδομήματος, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως η καθολική ασυμμετρία, έκδηλή όπου κι αν στραφείς, οδηγεί κάπως μυστηριακά στην απαλλαγή του θείου από τα δογματικά του νοήματα, λες και ο κόσμος της πίστης κι ο τόπος της λατρείας δεν έχουν προκαθορισμένο και δοσμένο υπερφυσικό νόημα. Η μάταιη αναζήτηση κάποιας αρμονίας μοιάζει, κατά τρόπο παράδοξο, να μας υπογραμμίζει πως στο βίο των ανθρώπων και στην ανθρώπινη ψυχή δεν υπάρχει κανένα είδος μεταφυσικής αρμονίας. Εκεί, στο φως της Μαντινείας, καθώς απομακρύνεσαι ανάμεσα στα αμπέλια με το μοσχοφίλερο, προσπαθείς να νοιώσεις την επίγευση των εντυπώσεων, ενώ η μαρμάρινη σκαλωσιά στη μια πλευρά του Ναού, στέκεται κάπως σα να μας δηλώνει το καλλιτεχνικά απλήρωτο ή θα μπορούσε και να μας υπενθυμίζει τη κλίμακα που η Μαντίνεια Διοτίμα εξήγησε στον Σωκράτη πως με τον έρωτα θα πρέπει να ανεβεί, αν θέλει να αγκαλιάσει την Αρετή.
Στην πρόσφατη παρουσίαση, στο Πνευματικό Κέντρο της Τρίπολης, της ταινίας-ντοκιμαντέρ των Παπανικολάου-Φραγκούλη, με τίτλο «Η Αγία της Αρχαίας Μαντινείας», ο αρχιτέκτονας Κώστας Παπαθεοδώρου έδωσε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σε κάποια σημαντικά ερωτήματα για τον ίδιο και το δημιούργημά του. Πρώτα απ’ όλα έκανε σαφές το γεγονός της δικής του βαθειάς πίστης στο μήνυμα του Χριστού, ως μηνύματος «Αγάπης και Ειρήνης», αλλά και της απογοήτευσής του για την μη ύπαρξη μιας ενιαίας χριστιανικής εκκλησίας, ταπεινά προσηλωμένης στο αποστολικό της έργο. Δεύτερο, έκανε σαφές ότι πίσω από την αρχιτεκτονική του σύλληψη δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε επιρροές αποκρυφισμού. Τρίτο, εξομολογήθηκε πως το οικοδόμημα αυτό, πήρε τη μορφή του ως ανάγκη και βίωμα προσωπικό του χτίστη, ως ψυχική αναζήτηση, ως η «αποκάλυψη» μιας προσωπικής χριστιανικής θρησκευτικότητας. Τέλος, εξήγησε πως εμπνεύστηκε το εγχείρημά του ως μια προσπάθεια συγκερασμού ταυτότητας και συνείδησης, αισθητικής και ιστορίας, επινόησης και βιώματος, ως τη δημιουργία κάτι αυθεντικά νέου και ταυτόχρονα τόσο παλιού, κάτι «ελληνικού». Τοποθέτησε δηλαδή ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του, στο πλαίσιο της τάσης που κυριάρχησε στη γενιά του ’30, της αναζήτησης της «Ελληνικότητας» στην τέχνη. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε το ενδιαφέρον και την οπτική του Γιάννη Τσαρούχη, που σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία του Νίκου Γρηγοράκη μακάρισε τον Κώστα Παπαθεοδώρου, για την αρχική τολμηρή του εικονογράφηση, λέγοντας «Μπράβο του, δυστυχώς εγώ δεν τόλμησα!». Με άλλα λόγια, ο αρχιτέκτονας Κώστας Παπαθεοδώρου με το οικοδόμημά του μας έθεσε μπροστά σε δύο σοβαρά θέματα: Το πρώτο αφορά το αν πέτυχε καλλιτεχνικά και αν πράγματι το έργο του εντάσσεται στο κίνημα της Ελληνικότητας, γεγονός που θα μας βοηθήσει τόσο στην κατανόησή του όσο και στην αποτίμησή του. Αφού απαντήσουμε είτε θετικά είτε αρνητικά στο πρώτο αυτό ερώτημα, τότε το δεύτερο θέμα αφορά τα ίδια τα στοιχεία με τα οποία πραγματεύεται την «ελληνικότητα» και μας θέτει εμπρός στο ερώτημα της ταυτότητάς μας.
Από το 1851 που ο Κωνσταντίνος Πωπ εισήγαγε τη λέξη, η «ελληνικότητα» υπήρξε μια έννοια πολύπαθη, που χρησιμοποιήθηκε κάποτε ελληνο-χριστιανικά κι άλλοτε ελληνο-λαϊκά. Όπως μας προειδοποίησε ο Γιώργος Σεφέρης: «Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την "ελληνικότητα" ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τι πράγμα είναι αυτή η "ελληνικότητα", θα ιδούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος. …άπειρες και πολύ βλαβερές ακρισίες που ειπώθηκαν για χάρη της "ελληνικότητας". Γι' αυτό λέω επικίνδυνος: γιατί μπορεί να μας συμβεί, όπως το δείχνει η περίπτωση των λογιοτάτων, να καταστρέψουμε αξίες καθαρά ελληνικές, πιστεύοντας ότι υποστηρίζουμε την ελληνική τέχνη. Αλλά μπορεί να μας συμβεί και το αντίθετο, γι' αυτό χρησιμοποίησα τη λέξη δύσκολος: να υποταχτούμε δηλαδή σε αξίες διόλου ή ελάχιστα ελληνικές, θαρρώντας πως ελληνίζουμε». Ωστόσο η ελληνικότητα, ως αναζήτηση ταυτότητας και αυτογνωσίας, ως τρόπος να μυθολογούμε, να ιστορούμε να δημιουργούμε, ως τρόπος να γεφυρώνουμε τις παραδόσεις αιώνες πριν και μετά, ως τέχνης έκφραση και ανάπτυγμα ψυχής, είναι μάλλον, η πιο ενδιαφέρουσα πνευματική σύνθεση στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα.
Αν λοιπόν στο Ναό της Μαντινείας, προσεχτικά εξετάσουμε τα παντρέματα και τα δεσίματα υλικών και υποσυνόλων, είμαι απόλυτα έτοιμος να δεχτώ ότι δεν βρισκόμαστε εμπρός σε ένα αρχιτεκτονικό μίγμα, που θα μπορούσε να κατατάξει το αρχιτεκτόνημα στην γερμανο-αυστριακή τάση του Κιτς. Παρά το γεγονός επίσης, ότι πολλά είναι τα στοιχεία της καλλιτεχνικής συμπεριφοράς και έκφρασης του Παπαθεόδώρου που μας ωθούν σε μια σύγκριση και αναφορά προς τον Ισπανό Antoni Gaudi, δεν θεωρώ ισχυρές τις ενδείξεις πως έχουμε να κάνουμε με μια ελληνική εκδοχή του, σε μια προσπάθεια να εισαχθούν πάνω σε παραδοσιακούς ρυθμούς στοιχεία σουρεαλισμού και Art Nouveau. Αντίθετα, πιστεύω πως βρισκόμαστε εμπρός σε μια απόλυτα συνειδητή επιλογή μη-ρυθμού (θέση που υποστήριξε και ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Σπυρόπουλος). Από αυτή την άποψη η αρχιτεκτονική - εικαστική αναζήτηση του Παπαθεοδώρου είναι μια αυθεντική αφήγηση που παραμερίζει θαρρετά κυρίαρχες απόψεις, όπως αυτή του Heidegger, σύμφωνα με τις οποίες ο αρχαιοελληνικός κόσμος διέπεται αυστηρά και μονοσήμαντα από το μέτρο και την αρμονία, από την «αποκάλυψη» της αλήθειας και του όντος. Προσπαθεί να συναντήσει του Οδυσσέα Ελύτη την εξομολόγηση του πως:«Εγώ και η γενιά μου πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί μέχρι τότε σαν αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας εμφανιζόταν εκείνο που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα». Με τα ασύμβατα και αλληλοαναιρούμενα στοιχεία, μοιάζει να αναζητά την Ελληνικότητα με τον τρόπο που ο Κορνήλιος Καστοριάδης προσδιορίζει την γένεση της «Ελληνικής ιδιαιτερότητας», δηλαδή, κατά πρώτον αμφισβητεί τις υπάρχουσες κατεστημένες οπτικές και δεύτερον, συλλαμβάνει τον κόσμο του υπερβατικού ως μη-όντος, με τις αντιλήψεις που διαφαίνονται στα μεγάλα ποιητικά κείμενα του Όμήρου και του Ησιόδου, τα οποία περιέχουν και τους μύθους της αρχαιοελληνικής θρησκείας, αντιλήψεις που απελευθέρωσαν το νου των Ελλήνων και τους επέτρεψαν να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση, να συγκροτήσουν το δικό τους νόημα, τον δικό τους κόσμο. Ίσως αυτό είναι και το μυστικό νόημα του κενού θρόνου του Χριστού που οι άγγελοι περιποιούνται ή φυλάσσουν, στην εικονογραφική παράσταση του Παπαθεοδώρου, από αυτές που κατακρίθηκαν τόσο, όσο και εκείνη του «Ιουλιανού του Νοσταλγού» (παρά την πιο αθώα εκδοχή της «προετοιμασίας», που θέλησε να μας δώσει ο ίδιος). Το αν επιτυγχάνει να φθάσει σε μια καλλιτεχνική πληρότητα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι κατά κάποιο τρόπο, όπως εύστοχα επισήμανε ο Νίκος Γρηγοράκης, επιχειρείται ο εξοβελισμός των Εβραϊκών στοιχείων από το Χριστιανικό μήνυμα. Το έργο εμπλέκεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ένα ιδεολόγημα, που επιχειρεί να ταυτοποιήσει όχι τη δική του αλλά την δική μας Ελληνικότητα ως χριστιανικού έθνους.
Καλά ως εδώ, αλλά αυτό το ως εδώ δεν έχει άλλες συνέπειες; Τόσο απλά η «χριστιανική αγάπη» μπορεί να ταιριάξει με την αμφισβήτηση των εκτός φύσεως νοημάτων; Τόσο απλά η υποσχεμένη «βασιλεία των ουρανών» θα περιοριστεί εντός της φύσεως; Τόσο απλά θα συνταιριάξουμε την εβραιο-χριστιανική αντίληψη περί αρετής, ως υπακοής και υποταγής σε θεϊκές εντολές και θα περάσουμε στην ελληνική αντίληψη της αρετής ως πορεία ερωτική, ως αποτέλεσμα παιδείας και ήθους, ως μέσο για την ευδαιμονία; Μπορούμε να τα ανακατέψουμε όλα αυτά ή μήπως άλλον δρόμο μας δείχνει ο Ναός; Κι αν ελεύθερος από τις δηλώσεις πίστεως του δημιουργού, ο μη-ρυθμός σημαίνει το μη-ον, που οδηγεί ο δρόμος που μας ανοίγει; Όσο κι αν στο ντοκιμαντέρ των Παπανικολάου-Φραγκούλη υπάρχουν αναφορές σε Καβείρια και Ελευσίνια Μυστήρια, το ερώτημα θα παραμένει μαζί με κάποιες άλλες απορίες, αφού και το έργο παραμένει ατελείωτο και ο ίδιος ο δημιουργός υποχρεώθηκε να αλλάξει το μεγάλο μέρος της εικονογράφησής του. Τι ήταν αυτό που έδινε το θάρρος στον Παπαθεοδώρου να προχωρεί ένα Ναό, που αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσε σε μια σύγκρουση με το Ιερατείο; Που θα έφτανε αν αυτή η σύγκρουση δεν είχε επέλθει; ‘Επραξε ορθά να υποχωρήσει και να αλλάξει την εικονογράφηση, ως άλλος Γαλιλαίος ή μήπως τελικά ο ίδιος ο αρχιτέκτονας δεν μπόρεσε να υπερβεί την παρομοίωση του, όπως επεσήμανε ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος, με τον «φτωχούλη» άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης; Ακόμη περισσότερο, μήπως μετά τη «λοβοτομή» από το Ιερατείο, το χρονικό της Αγίας Φωτεινής βρίσκεται εγκλωβισμένο στη ρήση του Πατέρα Μεταλληνού πως: «Κάθε αποδέσμευση του Ελληνισμού από την Ορθοδοξία δεν συνιστά μόνο τραγικό διαμελισμό της υπάρξεώς μας, αλλά και καθαρό παραλογισμό, αφού η τυχόν επιστροφή στον αυθεντικό κλασσικό Ελληνισμό, θα καταλήξει οπωσδήποτε στη γνήσια εκείνη αναζήτηση, που οδήγησε στην ένωσή του με την Ορθοδοξία»; Έχουμε λοιπόν, άλλη μια μαρτυρία, πως ο άνθρωπος εκ φύσεως πορεύεται προς το Θεό, ακόμη και μέσα από εκτροπές, αμφιβολίες και αμαρτίες, όπως μας λέει η θεολογία και ανθρωπολογία του Ιερού Αυγουστίνου ή άλλη απάντηση μας δίνει το εγχείρημα του Ναού της Μαντινείας και σε άλλες ατραπούς μας ωθεί, ώστε να θέσουμε ορθά και σοβαρά το ερώτημα για την εντελέχεια της ανθρώπινης ψυχής και για τη φύση του ανθρώπου; Το «συναμφότερον» πρεσβεύει η Αγία Φωτεινή και με αυτό το μήνυμα μπορούμε να αφήνουμε το χώρο της Αρχαίας Μαντινείας ή μήπως οι αναβαθμοί του έρωτα, που τόσο δύσκολά προειδοποίησε η Διοτίμα το Σωκράτη πως ίσως μπορέσει κάποτε να ανέβει, μας περιμένουν κάπου σιμά και μυστικά στης Αρκαδίας τον κόρφο;
Πολύ φοβάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης θα επιτιμούσε, με μια ισχυρή δόση Σωκρατικής ειρωνείας, τον αρχιτέκτονα και τους χριστιανούς επισκέπτες του Ναού στο χώρο της αρχαίας Μαντινείας:
………………………………………………
Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.
Η θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς των εθνικών.
Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.
…………………………………………………
Από την πόλη του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου, ο μεγάλος Αλεξανδρινός ίσως θα έλεγε, σ’ επήκοο όλων όσοι έκθαμβοι ή άναυδοι στέκουμε εμπρός στο Ναό και προσπαθούμε να αντιληφθούμε της ψυχής του δημιουργού του (και της δικής μας) τα μύχια:
…………………………………………………
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
Πριν σαράντα χρόνια, ένα αρχιτεκτόνημα, ξαφνικά και απρόσμενα ξεπήδησε από την Μαντινειακή γη, για να γίνει το ποιο αμφιλεγόμενο κατασκεύασμα στην Αρκαδία τον εικοστό μ.Χ. αιώνα. Ένας ναός στο όνομα της Αγίας Φωτεινής και της «Χριστιανικής Πίστης». Σαν τον πρωτοδείς, είναι αλήθεια ότι θα χρειαστείς κάποιο χρόνο σημαντικό, για να συνειδητοποιήσεις πως πρόκειται πράγματι για ένα Ναό και μάλιστα χριστιανικό. Αντιλαμβάνεσαι τότε πως πρόκειται για μια αρχιτεκτονική σύλληψη από την οποία απουσιάζει η υπερβατική πηγή της σημασίας, του νόμου και του κανόνα που δυναστεύουν τη γενικά παραδεκτή ναοδομία. Αυτή η απουσία από την μια μεριά και η μαεστρία στην πλαστικότητα σχημάτων και υλικών από την άλλη, φαίνεται πως επιτυγχάνουν μια μοναδική αυθυπαρξία νοήματος, που οφείλεται στην με κάθε τρόπο αμφισβήτηση των κατεστημένων σκέψεων και πρακτικών, τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και δογματικό επίπεδο. Αφού δεις για ώρα ικανή το μέσα και το έξω του οικοδομήματος, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως η καθολική ασυμμετρία, έκδηλή όπου κι αν στραφείς, οδηγεί κάπως μυστηριακά στην απαλλαγή του θείου από τα δογματικά του νοήματα, λες και ο κόσμος της πίστης κι ο τόπος της λατρείας δεν έχουν προκαθορισμένο και δοσμένο υπερφυσικό νόημα. Η μάταιη αναζήτηση κάποιας αρμονίας μοιάζει, κατά τρόπο παράδοξο, να μας υπογραμμίζει πως στο βίο των ανθρώπων και στην ανθρώπινη ψυχή δεν υπάρχει κανένα είδος μεταφυσικής αρμονίας. Εκεί, στο φως της Μαντινείας, καθώς απομακρύνεσαι ανάμεσα στα αμπέλια με το μοσχοφίλερο, προσπαθείς να νοιώσεις την επίγευση των εντυπώσεων, ενώ η μαρμάρινη σκαλωσιά στη μια πλευρά του Ναού, στέκεται κάπως σα να μας δηλώνει το καλλιτεχνικά απλήρωτο ή θα μπορούσε και να μας υπενθυμίζει τη κλίμακα που η Μαντίνεια Διοτίμα εξήγησε στον Σωκράτη πως με τον έρωτα θα πρέπει να ανεβεί, αν θέλει να αγκαλιάσει την Αρετή.
Στην πρόσφατη παρουσίαση, στο Πνευματικό Κέντρο της Τρίπολης, της ταινίας-ντοκιμαντέρ των Παπανικολάου-Φραγκούλη, με τίτλο «Η Αγία της Αρχαίας Μαντινείας», ο αρχιτέκτονας Κώστας Παπαθεοδώρου έδωσε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σε κάποια σημαντικά ερωτήματα για τον ίδιο και το δημιούργημά του. Πρώτα απ’ όλα έκανε σαφές το γεγονός της δικής του βαθειάς πίστης στο μήνυμα του Χριστού, ως μηνύματος «Αγάπης και Ειρήνης», αλλά και της απογοήτευσής του για την μη ύπαρξη μιας ενιαίας χριστιανικής εκκλησίας, ταπεινά προσηλωμένης στο αποστολικό της έργο. Δεύτερο, έκανε σαφές ότι πίσω από την αρχιτεκτονική του σύλληψη δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε επιρροές αποκρυφισμού. Τρίτο, εξομολογήθηκε πως το οικοδόμημα αυτό, πήρε τη μορφή του ως ανάγκη και βίωμα προσωπικό του χτίστη, ως ψυχική αναζήτηση, ως η «αποκάλυψη» μιας προσωπικής χριστιανικής θρησκευτικότητας. Τέλος, εξήγησε πως εμπνεύστηκε το εγχείρημά του ως μια προσπάθεια συγκερασμού ταυτότητας και συνείδησης, αισθητικής και ιστορίας, επινόησης και βιώματος, ως τη δημιουργία κάτι αυθεντικά νέου και ταυτόχρονα τόσο παλιού, κάτι «ελληνικού». Τοποθέτησε δηλαδή ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του, στο πλαίσιο της τάσης που κυριάρχησε στη γενιά του ’30, της αναζήτησης της «Ελληνικότητας» στην τέχνη. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε το ενδιαφέρον και την οπτική του Γιάννη Τσαρούχη, που σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία του Νίκου Γρηγοράκη μακάρισε τον Κώστα Παπαθεοδώρου, για την αρχική τολμηρή του εικονογράφηση, λέγοντας «Μπράβο του, δυστυχώς εγώ δεν τόλμησα!». Με άλλα λόγια, ο αρχιτέκτονας Κώστας Παπαθεοδώρου με το οικοδόμημά του μας έθεσε μπροστά σε δύο σοβαρά θέματα: Το πρώτο αφορά το αν πέτυχε καλλιτεχνικά και αν πράγματι το έργο του εντάσσεται στο κίνημα της Ελληνικότητας, γεγονός που θα μας βοηθήσει τόσο στην κατανόησή του όσο και στην αποτίμησή του. Αφού απαντήσουμε είτε θετικά είτε αρνητικά στο πρώτο αυτό ερώτημα, τότε το δεύτερο θέμα αφορά τα ίδια τα στοιχεία με τα οποία πραγματεύεται την «ελληνικότητα» και μας θέτει εμπρός στο ερώτημα της ταυτότητάς μας.
Από το 1851 που ο Κωνσταντίνος Πωπ εισήγαγε τη λέξη, η «ελληνικότητα» υπήρξε μια έννοια πολύπαθη, που χρησιμοποιήθηκε κάποτε ελληνο-χριστιανικά κι άλλοτε ελληνο-λαϊκά. Όπως μας προειδοποίησε ο Γιώργος Σεφέρης: «Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την "ελληνικότητα" ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τι πράγμα είναι αυτή η "ελληνικότητα", θα ιδούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος. …άπειρες και πολύ βλαβερές ακρισίες που ειπώθηκαν για χάρη της "ελληνικότητας". Γι' αυτό λέω επικίνδυνος: γιατί μπορεί να μας συμβεί, όπως το δείχνει η περίπτωση των λογιοτάτων, να καταστρέψουμε αξίες καθαρά ελληνικές, πιστεύοντας ότι υποστηρίζουμε την ελληνική τέχνη. Αλλά μπορεί να μας συμβεί και το αντίθετο, γι' αυτό χρησιμοποίησα τη λέξη δύσκολος: να υποταχτούμε δηλαδή σε αξίες διόλου ή ελάχιστα ελληνικές, θαρρώντας πως ελληνίζουμε». Ωστόσο η ελληνικότητα, ως αναζήτηση ταυτότητας και αυτογνωσίας, ως τρόπος να μυθολογούμε, να ιστορούμε να δημιουργούμε, ως τρόπος να γεφυρώνουμε τις παραδόσεις αιώνες πριν και μετά, ως τέχνης έκφραση και ανάπτυγμα ψυχής, είναι μάλλον, η πιο ενδιαφέρουσα πνευματική σύνθεση στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα.
Αν λοιπόν στο Ναό της Μαντινείας, προσεχτικά εξετάσουμε τα παντρέματα και τα δεσίματα υλικών και υποσυνόλων, είμαι απόλυτα έτοιμος να δεχτώ ότι δεν βρισκόμαστε εμπρός σε ένα αρχιτεκτονικό μίγμα, που θα μπορούσε να κατατάξει το αρχιτεκτόνημα στην γερμανο-αυστριακή τάση του Κιτς. Παρά το γεγονός επίσης, ότι πολλά είναι τα στοιχεία της καλλιτεχνικής συμπεριφοράς και έκφρασης του Παπαθεόδώρου που μας ωθούν σε μια σύγκριση και αναφορά προς τον Ισπανό Antoni Gaudi, δεν θεωρώ ισχυρές τις ενδείξεις πως έχουμε να κάνουμε με μια ελληνική εκδοχή του, σε μια προσπάθεια να εισαχθούν πάνω σε παραδοσιακούς ρυθμούς στοιχεία σουρεαλισμού και Art Nouveau. Αντίθετα, πιστεύω πως βρισκόμαστε εμπρός σε μια απόλυτα συνειδητή επιλογή μη-ρυθμού (θέση που υποστήριξε και ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Σπυρόπουλος). Από αυτή την άποψη η αρχιτεκτονική - εικαστική αναζήτηση του Παπαθεοδώρου είναι μια αυθεντική αφήγηση που παραμερίζει θαρρετά κυρίαρχες απόψεις, όπως αυτή του Heidegger, σύμφωνα με τις οποίες ο αρχαιοελληνικός κόσμος διέπεται αυστηρά και μονοσήμαντα από το μέτρο και την αρμονία, από την «αποκάλυψη» της αλήθειας και του όντος. Προσπαθεί να συναντήσει του Οδυσσέα Ελύτη την εξομολόγηση του πως:«Εγώ και η γενιά μου πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί μέχρι τότε σαν αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας εμφανιζόταν εκείνο που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα». Με τα ασύμβατα και αλληλοαναιρούμενα στοιχεία, μοιάζει να αναζητά την Ελληνικότητα με τον τρόπο που ο Κορνήλιος Καστοριάδης προσδιορίζει την γένεση της «Ελληνικής ιδιαιτερότητας», δηλαδή, κατά πρώτον αμφισβητεί τις υπάρχουσες κατεστημένες οπτικές και δεύτερον, συλλαμβάνει τον κόσμο του υπερβατικού ως μη-όντος, με τις αντιλήψεις που διαφαίνονται στα μεγάλα ποιητικά κείμενα του Όμήρου και του Ησιόδου, τα οποία περιέχουν και τους μύθους της αρχαιοελληνικής θρησκείας, αντιλήψεις που απελευθέρωσαν το νου των Ελλήνων και τους επέτρεψαν να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση, να συγκροτήσουν το δικό τους νόημα, τον δικό τους κόσμο. Ίσως αυτό είναι και το μυστικό νόημα του κενού θρόνου του Χριστού που οι άγγελοι περιποιούνται ή φυλάσσουν, στην εικονογραφική παράσταση του Παπαθεοδώρου, από αυτές που κατακρίθηκαν τόσο, όσο και εκείνη του «Ιουλιανού του Νοσταλγού» (παρά την πιο αθώα εκδοχή της «προετοιμασίας», που θέλησε να μας δώσει ο ίδιος). Το αν επιτυγχάνει να φθάσει σε μια καλλιτεχνική πληρότητα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι κατά κάποιο τρόπο, όπως εύστοχα επισήμανε ο Νίκος Γρηγοράκης, επιχειρείται ο εξοβελισμός των Εβραϊκών στοιχείων από το Χριστιανικό μήνυμα. Το έργο εμπλέκεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ένα ιδεολόγημα, που επιχειρεί να ταυτοποιήσει όχι τη δική του αλλά την δική μας Ελληνικότητα ως χριστιανικού έθνους.
Καλά ως εδώ, αλλά αυτό το ως εδώ δεν έχει άλλες συνέπειες; Τόσο απλά η «χριστιανική αγάπη» μπορεί να ταιριάξει με την αμφισβήτηση των εκτός φύσεως νοημάτων; Τόσο απλά η υποσχεμένη «βασιλεία των ουρανών» θα περιοριστεί εντός της φύσεως; Τόσο απλά θα συνταιριάξουμε την εβραιο-χριστιανική αντίληψη περί αρετής, ως υπακοής και υποταγής σε θεϊκές εντολές και θα περάσουμε στην ελληνική αντίληψη της αρετής ως πορεία ερωτική, ως αποτέλεσμα παιδείας και ήθους, ως μέσο για την ευδαιμονία; Μπορούμε να τα ανακατέψουμε όλα αυτά ή μήπως άλλον δρόμο μας δείχνει ο Ναός; Κι αν ελεύθερος από τις δηλώσεις πίστεως του δημιουργού, ο μη-ρυθμός σημαίνει το μη-ον, που οδηγεί ο δρόμος που μας ανοίγει; Όσο κι αν στο ντοκιμαντέρ των Παπανικολάου-Φραγκούλη υπάρχουν αναφορές σε Καβείρια και Ελευσίνια Μυστήρια, το ερώτημα θα παραμένει μαζί με κάποιες άλλες απορίες, αφού και το έργο παραμένει ατελείωτο και ο ίδιος ο δημιουργός υποχρεώθηκε να αλλάξει το μεγάλο μέρος της εικονογράφησής του. Τι ήταν αυτό που έδινε το θάρρος στον Παπαθεοδώρου να προχωρεί ένα Ναό, που αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσε σε μια σύγκρουση με το Ιερατείο; Που θα έφτανε αν αυτή η σύγκρουση δεν είχε επέλθει; ‘Επραξε ορθά να υποχωρήσει και να αλλάξει την εικονογράφηση, ως άλλος Γαλιλαίος ή μήπως τελικά ο ίδιος ο αρχιτέκτονας δεν μπόρεσε να υπερβεί την παρομοίωση του, όπως επεσήμανε ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος, με τον «φτωχούλη» άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης; Ακόμη περισσότερο, μήπως μετά τη «λοβοτομή» από το Ιερατείο, το χρονικό της Αγίας Φωτεινής βρίσκεται εγκλωβισμένο στη ρήση του Πατέρα Μεταλληνού πως: «Κάθε αποδέσμευση του Ελληνισμού από την Ορθοδοξία δεν συνιστά μόνο τραγικό διαμελισμό της υπάρξεώς μας, αλλά και καθαρό παραλογισμό, αφού η τυχόν επιστροφή στον αυθεντικό κλασσικό Ελληνισμό, θα καταλήξει οπωσδήποτε στη γνήσια εκείνη αναζήτηση, που οδήγησε στην ένωσή του με την Ορθοδοξία»; Έχουμε λοιπόν, άλλη μια μαρτυρία, πως ο άνθρωπος εκ φύσεως πορεύεται προς το Θεό, ακόμη και μέσα από εκτροπές, αμφιβολίες και αμαρτίες, όπως μας λέει η θεολογία και ανθρωπολογία του Ιερού Αυγουστίνου ή άλλη απάντηση μας δίνει το εγχείρημα του Ναού της Μαντινείας και σε άλλες ατραπούς μας ωθεί, ώστε να θέσουμε ορθά και σοβαρά το ερώτημα για την εντελέχεια της ανθρώπινης ψυχής και για τη φύση του ανθρώπου; Το «συναμφότερον» πρεσβεύει η Αγία Φωτεινή και με αυτό το μήνυμα μπορούμε να αφήνουμε το χώρο της Αρχαίας Μαντινείας ή μήπως οι αναβαθμοί του έρωτα, που τόσο δύσκολά προειδοποίησε η Διοτίμα το Σωκράτη πως ίσως μπορέσει κάποτε να ανέβει, μας περιμένουν κάπου σιμά και μυστικά στης Αρκαδίας τον κόρφο;
Πολύ φοβάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης θα επιτιμούσε, με μια ισχυρή δόση Σωκρατικής ειρωνείας, τον αρχιτέκτονα και τους χριστιανούς επισκέπτες του Ναού στο χώρο της αρχαίας Μαντινείας:
………………………………………………
Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.
Η θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς των εθνικών.
Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.
…………………………………………………
Από την πόλη του Πλωτίνου και του Αυγουστίνου, ο μεγάλος Αλεξανδρινός ίσως θα έλεγε, σ’ επήκοο όλων όσοι έκθαμβοι ή άναυδοι στέκουμε εμπρός στο Ναό και προσπαθούμε να αντιληφθούμε της ψυχής του δημιουργού του (και της δικής μας) τα μύχια:
…………………………………………………
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.
Θέλω να πιστεύω πως όσοι αναζητούν να βρουν τη θέση αυτού του Ναού της Αγίας Φωτεινής, σε κάποιο φάσμα από τον Παρθενώνα ως στην Αγία Σοφία, μάλλον θα απογοητευτούν. Ο Ναός της Μαντινείας δεν προσφέρεται ως σύμβολο είτε αρχαιολατρίας είτε μεγαλοϊδεατισμού. Ο Ναός αυτός μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με το ζήτημα της ταυτότητάς μας, με τον ρωμαίικο μετεωρισμό μας. Το τι θα κατανοήσουμε και σε τι δρόμο θα μας βάλει, είναι ένα θέμα που εξαρτάται από του νου μας την ελευθερία, της παιδείας μας δηλαδή το μέλημα._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου