Δημοσιεύτηκε στα "Καθημερινά Νέα" το Νοέμβριο 2009
Καθώς ο κ. Ζαν Κλοντ Τρισέ μας εξήγησε ευγενικά τους λόγους που η χώρα θα τεθεί υπό αυστηρή επιτήρηση, οι προεκλογικές δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης αμφισβητούνται και κάθε είδους πιέσεις έχουν αρχίσει να ασκούνται, προκειμένου να κατευθύνουν τα οικονομικά μέτρα που θα παρθούν. Πολλοί περί την οικονομία ομιλούντες, παρασύρονται στον πειρασμό να επιδίδονται σε μια αριθμητική επίλυση κατά το γνωστό «sudoku». Οι αριθμοί λογαριασμών και δεικτών γέμισαν τις οθόνες και τα μυαλά μας. Στη συνέχεια ήρθε η διεθνής κερδοσκοπική επίθεση με αφορμή την στάση πληρωμών στο Ντουμπάι. Ένα μίγμα χαιρέκακου επαρχιωτισμού, πολιτικής καχυποψίας, τεχνοκρατικής υπεροψίας, και υπόκρυφων στοχεύσεων, εμφανίζεται ως ανησυχία ή κριτική για τη σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική. Όμως κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι αυτό που τελικά θα κρίνει και θα κριθεί, είναι η συνεπής και επιτυχής πολιτική στόχευση μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Οι δείκτες για το έλλειμμα και το χρέος αφορούν την θεμελιακή επιλογή της συμμετοχής μας στο ΕΥΡΩ. Αν αυτό σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική έχει παραχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα, το χρέος και το έλλειμμα είναι επείγοντα, όχι γιατί αποκλίνουν απλώς από τις δεσμεύσεις μας αλλά γιατί επιβαρύνουν έμμεσα τα περιθώρια δανεισμού και το κόστος του χρήματος και επομένως οδηγούν σε απόκλιση από τις οικονομίες των εταίρων μας. Δεν είναι ωστόσο η μόνη επείγουσα υποχρέωση της κυβέρνησης. Η ύφεση θέτει τις δικές της παραμέτρους. Δεν είμαστε οι μόνοι που συζητάμε για πρόγραμμα επαναφοράς της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Διεθνώς επιχειρείται μια «συμπτωματική» αγωγή για κάθε χωριστή οικονομία. Μολαταύτα η περίπτωσή μας κρίνεται δικαιολογημένα ως ιδιάζουσα. Η γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μονόδρομος. Πώς όμως θα γίνει αυτό;
Η σπάταλη κρατική λειτουργία είναι ο αψευδής καθρέφτης ενός μακροημερεύοντος πολιτικού αμοραλισμού. Ο υπουργός οικονομικών οφείλει να θέτει αυστηρούς περιορισμούς για τις δαπάνες, κάθε υπουργός όμως θα πρέπει να τους αντιλαμβάνεται ως πρόκληση άμεσων ριζικών αναδιαρθρώσεων στη λειτουργία των υπηρεσιών του κράτους και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές. Η αυστηρή περιστολή και ο έλεγχος των εξόδων της κρατικής λειτουργίας, δεν είναι μόνο δημοσιονομική ανάγκη αλλά προαπαιτούμενο για οποιοδήποτε άλλη περί μέτρων αξιόπιστη συζήτηση. Τα φορολογικά έσοδα δεν θα αυξηθούν με επιδρομές. Μόνο η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η αλλαγή του φοροδοτικού φρονήματος θα αποδώσουν. Αυτό σημαίνει αίσθημα δικαιοσύνης για έσοδα και δαπάνες, πεποίθηση για τη πολιτική αρετή των κυβερνόντων, διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και αισθητές αλλαγές στην εξουσιαστική λειτουργία και συμπεριφορά των κρατικών λειτουργών. Όσο οι ελεγκτικοί και εισπρακτικοί μηχανισμοί θα κουβαλούν το στίγμα της διαφθοράς και όσο θα εφαρμόζουν τυραννικά μια λαβυρινθώδη νομοθεσία, τόσο η παραοικονομία θα ανθεί. Τα μέτρα δημοσιονομικής αναστροφής, αν δεν παρθούν με σωστές αναλογίες, ιεραρχήσεις και αυξημένη κυβερνητική αξιοπιστία, ενέχουν τον κίνδυνο να παγώσουν την αγορά και να δημιουργήσουν φαύλο κύκλο. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα άρουν τις στρεβλές όψεις των προστατευόμενων θυλάκων οικονομικής δραστηριότητας, δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα αν το κράτος δεν αποβάλει τη δική του γραφειοκρατική κακοδαιμονία. Μόνο μια ορατή αλλαγή στην περί δημόσιας διοίκησης πολιτική αντίληψη και βαθιές τομές (με όσες ρήξεις κι αν απαιτούνται) που θα σηματοδοτούν το τέλος του πελατειακού κράτους, μπορεί να δώσει στην κυβέρνηση την αξιοπιστία που θα οδηγήσει σε αποτελέσματα. Μόνο έτσι θα προστατευθούν και θα αποδώσουν οι δαπάνες για το κοινωνικό κράτος και τις υποδομές και προϋποθέσεις της αιτούμενης ανάπτυξης.
Ίσως δεν έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί ότι η έξοδος από την ύφεση δεν σημαίνει επαναφορά στο προ αυτής σημείο. Η κυβέρνηση όχι μόνο έχει αναλάβει σαφή δέσμευση για μέτρα που θα αμβλύνουν τις κοινωνικές συνέπιες της πιστωτικής κρίσης και θα αποτρέψουν το κοινωνικό κραχ, αλλά γνωρίζει ότι οι πολίτες θα την κρίνουν για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος και των παραγώγων του, επειδή εδώ ακριβώς κρίνεται η πεμπτουσία μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Υπάρχει βέβαια και η απάντηση του τύπου «ας πρόσεχαν!», όμως κανείς δε θα ανεχθεί στην άσκηση πολιτικής το νίψιμο των χεριών. Ο χειρισμός και συνδυασμός έκτακτων μέτρων ήταν μια θεαματικά επιτυχής πράξη, παρά τον περιορισμένο της χαρακτήρα και τις ατέλειες της. Δεν μπορεί όμως να επαναληφθεί. Τα απαραίτητα νομικά και οικονομικά μέτρα προστασίας και ενίσχυσης των αδυνάτων δεν είναι ασφαλώς αυτοσκοπός της οικονομικής πολιτικής. Το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα που απαιτούνται για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, προκειμένου να μην οδηγηθούμε στη λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», με όλες τις συνέπειες της. Τα ταμπού που προστατεύουν την κερδοσκοπία των τραπεζιτών πρέπει να παραμεριστούν. Εντούτοις, όλα αυτά τα απαραίτητα μέτρα αμβλύνουν, δεν αντιστρέφουν όμως τις βίαιες αναδιανεμητικές επιπτώσεις της ύφεσης και τη μείωση του Εθνικού Προϊόντος. Το ζητούμενο είναι οι επενδύσεις και η απασχόληση.
Αποτελεί πράγματι μύθο το ότι χαμηλά επιτόκια και χαμηλοί φόροι προκαλούν ψηλές επενδύσεις. Απαιτείται η ενεργός ζήτηση. Τα περίφημα μέτρα «επανεκκίνησης», όπως κι αν τελικά εφαρμοστούν, είναι αδύναμα και μάλλον ανεπαρκή. Το ίδιο αδύναμα είναι τα εργαλεία του ΕΣΠΑ και του ΤΕΜΠΕ. Η προσέλκυση ξένων παραγωγικών επενδύσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο χρόνος μοιάζει να είναι ο μεγάλος αντίπαλος της Κυβέρνησης. Με δεδομένη την αδυναμία δημοσιονομικής επέκτασης, η ζήτηση και η ρευστότητα στην αγορά μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αν ψυχολογικά αλλάξει το κλίμα των προσδοκιών και αναπροσανατολιστούν οι αποταμιεύσεις και οι δανειοληπτικές συνθήκες. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να ξεκαθαρίσουν χωρίς καθυστερήσεις και να σταθεροποιηθούν οι κανόνες του φορολογικού πλαισίου, να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να υπάρξουν γρήγορα σαφή σήματα απόδοσης των οικονομικών μέτρων. Ο συνεχής έλεγχος και σήμανση της πορείας του δημοσιονομικού προγράμματος δεν αφορά μόνο τους ευρωπαίους επιτηρητές, αλλά και τις κρίσιμες αντιδράσεις και το κλίμα των αγορών.
Οι δήθεν θαρρετές αλήθειες των οικονομικών επιτελών της Νέας Δημοκρατίας, αποδείχτηκαν ισχυρός εθισμός στο ψέμα. Το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας φαίνεται πως ισοδυναμεί με Εθνικό έγκλημα. Ωστόσο, επίκληση άγνοιας ούτε είναι πολιτικά αποδεκτή, αλλά ούτε αναμένεται από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι κυβερνήσεις Σημίτη είχαν καταφέρει να μιλούν με τους εταίρους μας στην «κοινοτική γλώσσα». Η αποκατάσταση αυτής της συνθήκης είναι αναγκαία και εξίσου επείγουσα. Το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα στο σύνολό του, έχει μπει στο μόνιτορ των Ευρωπαϊκών Οργάνων. Η αξιοπιστία της Ελλάδας και των εκπροσώπων της δεν θα αποκατασταθεί αν η πολιτική μας ζωή δεν εκπέμψει το καθαρό σήμα ενός νέου πολιτικού ήθους. Τα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πεδία πολιτικών μαχών, από τις οποίες δεν πρέπει να απουσιάζουμε. Οι ευρωπαϊκές συμμαχίες μας πρέπει να χτιστούν πολιτικά, με εθνική αξιοπιστία και όχι βασισμένες σε προσωπικές σχέσεις. Μόνο έτσι θα θεωρηθούμε αξιόπιστοι μέτοχοι σε προγράμματα και αποδέκτες πόρων, που είναι απαραίτητοι για κάθε νέο αναπτυξιακό σχεδιασμό. Άλλως, είμαστε καταδικασμένοι να παρακολουθούμε μεμψιμοιρούντες και ανήμποροι τους άλλους, να ανακάμπτουν και να απομακρύνονται.
Όσο για της κερδοσκοπικές επιθέσεις, όπως μας φανέρωσαν οι αντιδράσεις των Τρισσέ και Αλμούνια, δεν στοχεύουν την Ελλάδα αλλά την χρησιμοποιούν. Στόχος είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους πολλών χωρών με προσέλκυση Κινέζικων κεφαλαίων, με απευθείας κρατικές διαπραγματεύσεις που θα περιλαμβάνουν και επενδυτικά αντισταθμίσματα. Αυτό θα σημάνει πως η κερδοσκοπία των χρηματοοικονομικών κέντρων θα υποστεί πλήγμα, στο οποίο προκαταβολικά αντιδρούν. Να λοιπόν γιατί η κινέζικη επένδυση στο λιμάνι πρέπει όχι μόνο να τύχει ιδιαιτέρως προσεχτικών χειρισμών αλλά να αποτελέσει ένα είδος πιλότου.
Η κινητικότητα του πρωθυπουργού μας επιτρέπει κάποια αισιοδοξία. Η κυβέρνηση φαίνεται πως αντιλαμβάνεται την πολιτική της αποστολή. Το σύνθετο εγχείρημα που καλείται να φέρει σε πέρας είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο. Η κρίση στην οικονομία, μας έχει φέρει αντιμέτωπους με τις παρεκβάσεις της πολιτικής μας ζωής. Παλαιοκομματικές αντιλήψεις, συντεχνιακά και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα θα αντιδράσουν. Αντιδράσεις, επιπλοκές και αναπόφευκτες παρενέργειες θα θολώνουν συχνά το τοπίο. Η αντίσταση σε εκβιαστικές πιέσεις και η επιμονή στην Πολιτική, θα κρίνει την αξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας και θα δώσει στις δημιουργικές δυνάμεις της Ελληνικής κοινωνίας την αισιοδοξία, το σθένος και την αυτοπεποίθηση, ώστε να αναλάβουν το στοίχημα ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, που θα δημιουργεί ευκαιρίες, θα εκμεταλλεύεται συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παιδεία την οικολογία, τον πολιτισμό θα γεννά προσδοκίες και θα είναι διεθνώς ανταγωνιστικό. Εμπρός στις αναπόφευκτες παγκόσμιες ανακατατάξεις η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει και να αναγεννήσει της Αρετές της κληρονομιάς που κουβαλά. Αν δεν το κάνουμε σήμερα, δεν θα δεχτούμε μόνο περιορισμό στα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα έχουμε την ευθύνη για τον εθνικό μας αφανισμό._
Οι δείκτες για το έλλειμμα και το χρέος αφορούν την θεμελιακή επιλογή της συμμετοχής μας στο ΕΥΡΩ. Αν αυτό σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική έχει παραχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα, το χρέος και το έλλειμμα είναι επείγοντα, όχι γιατί αποκλίνουν απλώς από τις δεσμεύσεις μας αλλά γιατί επιβαρύνουν έμμεσα τα περιθώρια δανεισμού και το κόστος του χρήματος και επομένως οδηγούν σε απόκλιση από τις οικονομίες των εταίρων μας. Δεν είναι ωστόσο η μόνη επείγουσα υποχρέωση της κυβέρνησης. Η ύφεση θέτει τις δικές της παραμέτρους. Δεν είμαστε οι μόνοι που συζητάμε για πρόγραμμα επαναφοράς της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Διεθνώς επιχειρείται μια «συμπτωματική» αγωγή για κάθε χωριστή οικονομία. Μολαταύτα η περίπτωσή μας κρίνεται δικαιολογημένα ως ιδιάζουσα. Η γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή είναι μονόδρομος. Πώς όμως θα γίνει αυτό;
Η σπάταλη κρατική λειτουργία είναι ο αψευδής καθρέφτης ενός μακροημερεύοντος πολιτικού αμοραλισμού. Ο υπουργός οικονομικών οφείλει να θέτει αυστηρούς περιορισμούς για τις δαπάνες, κάθε υπουργός όμως θα πρέπει να τους αντιλαμβάνεται ως πρόκληση άμεσων ριζικών αναδιαρθρώσεων στη λειτουργία των υπηρεσιών του κράτους και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές. Η αυστηρή περιστολή και ο έλεγχος των εξόδων της κρατικής λειτουργίας, δεν είναι μόνο δημοσιονομική ανάγκη αλλά προαπαιτούμενο για οποιοδήποτε άλλη περί μέτρων αξιόπιστη συζήτηση. Τα φορολογικά έσοδα δεν θα αυξηθούν με επιδρομές. Μόνο η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η αλλαγή του φοροδοτικού φρονήματος θα αποδώσουν. Αυτό σημαίνει αίσθημα δικαιοσύνης για έσοδα και δαπάνες, πεποίθηση για τη πολιτική αρετή των κυβερνόντων, διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και αισθητές αλλαγές στην εξουσιαστική λειτουργία και συμπεριφορά των κρατικών λειτουργών. Όσο οι ελεγκτικοί και εισπρακτικοί μηχανισμοί θα κουβαλούν το στίγμα της διαφθοράς και όσο θα εφαρμόζουν τυραννικά μια λαβυρινθώδη νομοθεσία, τόσο η παραοικονομία θα ανθεί. Τα μέτρα δημοσιονομικής αναστροφής, αν δεν παρθούν με σωστές αναλογίες, ιεραρχήσεις και αυξημένη κυβερνητική αξιοπιστία, ενέχουν τον κίνδυνο να παγώσουν την αγορά και να δημιουργήσουν φαύλο κύκλο. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα άρουν τις στρεβλές όψεις των προστατευόμενων θυλάκων οικονομικής δραστηριότητας, δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα αν το κράτος δεν αποβάλει τη δική του γραφειοκρατική κακοδαιμονία. Μόνο μια ορατή αλλαγή στην περί δημόσιας διοίκησης πολιτική αντίληψη και βαθιές τομές (με όσες ρήξεις κι αν απαιτούνται) που θα σηματοδοτούν το τέλος του πελατειακού κράτους, μπορεί να δώσει στην κυβέρνηση την αξιοπιστία που θα οδηγήσει σε αποτελέσματα. Μόνο έτσι θα προστατευθούν και θα αποδώσουν οι δαπάνες για το κοινωνικό κράτος και τις υποδομές και προϋποθέσεις της αιτούμενης ανάπτυξης.
Ίσως δεν έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί ότι η έξοδος από την ύφεση δεν σημαίνει επαναφορά στο προ αυτής σημείο. Η κυβέρνηση όχι μόνο έχει αναλάβει σαφή δέσμευση για μέτρα που θα αμβλύνουν τις κοινωνικές συνέπιες της πιστωτικής κρίσης και θα αποτρέψουν το κοινωνικό κραχ, αλλά γνωρίζει ότι οι πολίτες θα την κρίνουν για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος και των παραγώγων του, επειδή εδώ ακριβώς κρίνεται η πεμπτουσία μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Υπάρχει βέβαια και η απάντηση του τύπου «ας πρόσεχαν!», όμως κανείς δε θα ανεχθεί στην άσκηση πολιτικής το νίψιμο των χεριών. Ο χειρισμός και συνδυασμός έκτακτων μέτρων ήταν μια θεαματικά επιτυχής πράξη, παρά τον περιορισμένο της χαρακτήρα και τις ατέλειες της. Δεν μπορεί όμως να επαναληφθεί. Τα απαραίτητα νομικά και οικονομικά μέτρα προστασίας και ενίσχυσης των αδυνάτων δεν είναι ασφαλώς αυτοσκοπός της οικονομικής πολιτικής. Το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα που απαιτούνται για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, προκειμένου να μην οδηγηθούμε στη λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», με όλες τις συνέπειες της. Τα ταμπού που προστατεύουν την κερδοσκοπία των τραπεζιτών πρέπει να παραμεριστούν. Εντούτοις, όλα αυτά τα απαραίτητα μέτρα αμβλύνουν, δεν αντιστρέφουν όμως τις βίαιες αναδιανεμητικές επιπτώσεις της ύφεσης και τη μείωση του Εθνικού Προϊόντος. Το ζητούμενο είναι οι επενδύσεις και η απασχόληση.
Αποτελεί πράγματι μύθο το ότι χαμηλά επιτόκια και χαμηλοί φόροι προκαλούν ψηλές επενδύσεις. Απαιτείται η ενεργός ζήτηση. Τα περίφημα μέτρα «επανεκκίνησης», όπως κι αν τελικά εφαρμοστούν, είναι αδύναμα και μάλλον ανεπαρκή. Το ίδιο αδύναμα είναι τα εργαλεία του ΕΣΠΑ και του ΤΕΜΠΕ. Η προσέλκυση ξένων παραγωγικών επενδύσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ο χρόνος μοιάζει να είναι ο μεγάλος αντίπαλος της Κυβέρνησης. Με δεδομένη την αδυναμία δημοσιονομικής επέκτασης, η ζήτηση και η ρευστότητα στην αγορά μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αν ψυχολογικά αλλάξει το κλίμα των προσδοκιών και αναπροσανατολιστούν οι αποταμιεύσεις και οι δανειοληπτικές συνθήκες. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να ξεκαθαρίσουν χωρίς καθυστερήσεις και να σταθεροποιηθούν οι κανόνες του φορολογικού πλαισίου, να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να υπάρξουν γρήγορα σαφή σήματα απόδοσης των οικονομικών μέτρων. Ο συνεχής έλεγχος και σήμανση της πορείας του δημοσιονομικού προγράμματος δεν αφορά μόνο τους ευρωπαίους επιτηρητές, αλλά και τις κρίσιμες αντιδράσεις και το κλίμα των αγορών.
Οι δήθεν θαρρετές αλήθειες των οικονομικών επιτελών της Νέας Δημοκρατίας, αποδείχτηκαν ισχυρός εθισμός στο ψέμα. Το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας φαίνεται πως ισοδυναμεί με Εθνικό έγκλημα. Ωστόσο, επίκληση άγνοιας ούτε είναι πολιτικά αποδεκτή, αλλά ούτε αναμένεται από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι κυβερνήσεις Σημίτη είχαν καταφέρει να μιλούν με τους εταίρους μας στην «κοινοτική γλώσσα». Η αποκατάσταση αυτής της συνθήκης είναι αναγκαία και εξίσου επείγουσα. Το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα στο σύνολό του, έχει μπει στο μόνιτορ των Ευρωπαϊκών Οργάνων. Η αξιοπιστία της Ελλάδας και των εκπροσώπων της δεν θα αποκατασταθεί αν η πολιτική μας ζωή δεν εκπέμψει το καθαρό σήμα ενός νέου πολιτικού ήθους. Τα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πεδία πολιτικών μαχών, από τις οποίες δεν πρέπει να απουσιάζουμε. Οι ευρωπαϊκές συμμαχίες μας πρέπει να χτιστούν πολιτικά, με εθνική αξιοπιστία και όχι βασισμένες σε προσωπικές σχέσεις. Μόνο έτσι θα θεωρηθούμε αξιόπιστοι μέτοχοι σε προγράμματα και αποδέκτες πόρων, που είναι απαραίτητοι για κάθε νέο αναπτυξιακό σχεδιασμό. Άλλως, είμαστε καταδικασμένοι να παρακολουθούμε μεμψιμοιρούντες και ανήμποροι τους άλλους, να ανακάμπτουν και να απομακρύνονται.
Όσο για της κερδοσκοπικές επιθέσεις, όπως μας φανέρωσαν οι αντιδράσεις των Τρισσέ και Αλμούνια, δεν στοχεύουν την Ελλάδα αλλά την χρησιμοποιούν. Στόχος είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους πολλών χωρών με προσέλκυση Κινέζικων κεφαλαίων, με απευθείας κρατικές διαπραγματεύσεις που θα περιλαμβάνουν και επενδυτικά αντισταθμίσματα. Αυτό θα σημάνει πως η κερδοσκοπία των χρηματοοικονομικών κέντρων θα υποστεί πλήγμα, στο οποίο προκαταβολικά αντιδρούν. Να λοιπόν γιατί η κινέζικη επένδυση στο λιμάνι πρέπει όχι μόνο να τύχει ιδιαιτέρως προσεχτικών χειρισμών αλλά να αποτελέσει ένα είδος πιλότου.
Η κινητικότητα του πρωθυπουργού μας επιτρέπει κάποια αισιοδοξία. Η κυβέρνηση φαίνεται πως αντιλαμβάνεται την πολιτική της αποστολή. Το σύνθετο εγχείρημα που καλείται να φέρει σε πέρας είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολο. Η κρίση στην οικονομία, μας έχει φέρει αντιμέτωπους με τις παρεκβάσεις της πολιτικής μας ζωής. Παλαιοκομματικές αντιλήψεις, συντεχνιακά και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα θα αντιδράσουν. Αντιδράσεις, επιπλοκές και αναπόφευκτες παρενέργειες θα θολώνουν συχνά το τοπίο. Η αντίσταση σε εκβιαστικές πιέσεις και η επιμονή στην Πολιτική, θα κρίνει την αξιοπιστία της πολιτικής ηγεσίας και θα δώσει στις δημιουργικές δυνάμεις της Ελληνικής κοινωνίας την αισιοδοξία, το σθένος και την αυτοπεποίθηση, ώστε να αναλάβουν το στοίχημα ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, που θα δημιουργεί ευκαιρίες, θα εκμεταλλεύεται συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παιδεία την οικολογία, τον πολιτισμό θα γεννά προσδοκίες και θα είναι διεθνώς ανταγωνιστικό. Εμπρός στις αναπόφευκτες παγκόσμιες ανακατατάξεις η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει και να αναγεννήσει της Αρετές της κληρονομιάς που κουβαλά. Αν δεν το κάνουμε σήμερα, δεν θα δεχτούμε μόνο περιορισμό στα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα έχουμε την ευθύνη για τον εθνικό μας αφανισμό._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου