Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή της Κυριακής" στις 8 Νέμβρη 2009
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ μας μήνησε «the game is over» και ο οίκος Fitch υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και οι Moody’s φαίνεται πως ακολουθούν. Πως θα απαντήσει η Κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και το οικονομικό της επιτελείο;
Οι συζητήσεις περιστρέφονται περί τις εξαγγελίες των μέτρων κόστους €10 δις εκ. στην τετραετία, που λαθεμένα ονομάζονται «παροχές». Στην πληθωρική περί μέτρων συζήτηση υπάρχει η τάση να παραβλέπεται ότι ο συνδυασμός των μέτρων και των στόχων τους είναι πολιτική επιλογή. Όπως εύκολα παραβλέπεται πως η παγκόσμια πιστωτική κρίση ενέσκηψε μετά από μια αλόγιστη επέκταση προς τα νοικοκυριά και την κατανάλωση και ότι μαζί με τα ψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα που προέκυψαν δίπλα στον ιδιωτικό δανεισμό, φαίνεται να προβάλουν ένα νέο οικονομικό «παράδειγμα», στο οποίο τα ως σήμερα δόγματα δεν απαντούν. Ωστόσο οι θεωρούμενοι «σοφοί» των μακροοικονομικών θεωριών και των θεωριών οικονομικής πολιτικής (όλων των σχολών) μας έχουν μιλήσει για έννοιες μη ποσοτικές όπως: αβεβαιότητα, προσδοκίες, αξιοπιστία. Αυτά είναι που κινούν την οικονομία και αυτά είναι που κρίνουν την επιτυχία των όποιων μέτρων. Η συζήτηση λοιπόν περί μέτρων απαιτεί το δικό της μέτρο.
Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τις Κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη, όμως δεν μπορεί να αγνοήσει τις επιτυχίες της οικονομικής τους πολιτικής. Η ένταξη στο ΕΥΡΩ ήταν μια πολυσήμαντη πύκνωση των πολιτικών και οικονομικών στόχων και επιλογών, εκείνων των κυβερνήσεων. Η γνωστή σε όλους λογιστική μέθοδος επί των αμυντικών δαπανών (που μόνο η Νέα Δημοκρατία αμφισβητούσε) δεν έθετε θέμα αξιοπιστίας. Αντίθετα η «απογραφή» των Καραμανλή – Αλογοσκούφη φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο μια απίστευτης ελαφρότητας μικροκομματική ανοησία, που συκοφαντούσε την Ελλάδα και έφερνε σε δύσκολη θέση τους Κοινοτικούς αρμόδιους. Υπήρξε η αρχή μιας καταστροφικής αλχημείας ψεμάτων που πίστευαν και αυτοί που τα κατασκεύαζαν. Πίστεψαν πως οι τεχνικές της επικοινωνίας ήσαν αρκετές για να τους κρατούν στην εξουσία, ενώ οι αγορές θα έλυναν όλα τα προβλήματα, κάνοντας αυτόματες διορθώσεις υπό τη νομισματική πολιτική και τους δημοσιονομικούς πειθαναγκασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. (Η περιβόητη θεωρία του «αυτόματου πιλότου»). Τόσο αλόγιστα άσκησαν πολιτική, ώστε όχι μόνο σπατάλησαν ευκαιρίες, αλλά δημιούργησαν ένα έλλειμμα εθνικής αξιοπιστίας πολύ σημαντικότερο από αυτό που αποκάλυψαν οι δημοσιονομικοί δείκτες. Δεν είναι παράξενο που έφθασαν στο πλήρες αδιέξοδο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου και οι υπουργοί του πρέπει να θυμόνται ότι η επιτυχία της Οικονομικής Πολιτικής εξαρτάται από την αξιοπιστία της Κυβέρνησης. Αυτό δεν κρίνεται από το αυτονόητο περί την αλήθεια και διαφάνεια των Εθνικών Στατιστικών. Κρίνεται από το κατά πόσο όλοι οι παράγοντες, αντιλαμβάνονται την σταθερότητα και τη συνέπεια της Κυβέρνησης σε εξαγγελίες, μέτρα και πρακτικές. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται άμεση ανάνηψη. Οι πιέσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πράγματι μεγάλες. Το Συμβούλιο δε θα το απασχολήσουν πραγματικά τα μέτρα «επανεκκίνησης», που σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν μια γενική πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης. Το ενδιαφέρει η συνεπής και απαρέγκλιτη εφαρμογή (με ή δίχως επιτήρηση) του συνολικού προγράμματος που θα υποβάλει η Κυβέρνηση.
Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες ασφαλώς εκνευρίζονται και δικαίως αντιδρούν, όταν διαγνώσκουν ότι στην Ελλάδα το χρέος διογκώνεται από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος και το έλλειμμα οφείλεται σε μια αποσαρθρωμένη δημόσια διοίκηση. Οι θεσμικές αλλαγές στην λειτουργία του κράτους, που θα προωθήσει η κυβέρνηση, τα θέματα διαφάνειας, η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα στο σύνολό του, θα μπουν στο μόνιτορ των Ευρωπαϊκών Οργάνων. Η αξιοπιστία της Ελλάδας και των εκπροσώπων της θα ζυγίζεται με αυτά τα μέτρα και σταθμά. Όμως το κλίμα της αξιοπιστίας δεν θα αποκατασταθεί, αν οι Έλληνες αξιωματούχοι δεν αρχίσουν παράλληλα να συμμετέχουν, ως πραγματικοί εταίροι με επεξεργασμένες απόψεις στα συμβούλια και δεν χτίσουν συμμαχίες. Η εικόνα της παρουσίας του νέου πρωθυπουργού στη διάσκεψη κορυφής, δείχνει πως μπορούμε να αισιοδοξούμε.
Η αξιοπιστία δεν αφορά μόνο τους εξωτερικούς πιστωτές, αφορά επίσης και τους αποδέκτες της ασκούμενης πολιτικής. Η σταθερότητα με την οποία η κυβέρνηση θα υποστηρίξει τη συνολική δέσμη των εξαγγελιών της, θα κρίνουν και την επιτυχία των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα υποβάλει. Οι πολιτικές επιλογές εντός του προγράμματος αυτού, θα το καθιστούν αξιόπιστο αν περιέχει με σαφήνεια μέτρα που στοχεύουν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις και μέτρα «αναστροφής». Όσο και να μην έχουν συζητηθεί τόσο όσο θα έπρεπε προεκλογικά, είναι και αυτές εξαγγελίες και δεσμεύσεις και περιέχουν μέτρα που θα ξεβολέψουν και θα «πονέσουν». Όπως όλοι γνωρίζουν το δημοσιονομικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας είναι σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικό. Ούτε οι περιπτωσιακές περιστολές δαπανών ούτε τα έσοδα από φόρους και εισφορές θα λύσουν το πρόβλημα. Το νέο φορολογικό σύστημα θα πρέπει να αποπνέει αίσθημα δικαιοσύνης, χωρίς όμως να κυνηγά μάγισσες. Απαιτεί ωστόσο μέτρο για να μην υπάρξουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η περιστολή εξόδων της κρατικής λειτουργίας μπορεί να έχει σε ορισμένες περιπτώσεις και ισχυρούς συμβολισμούς, αλλά οφείλει να γίνει και μια πραγματικά νέα κουλτούρα. Η κοινωνική ασφάλιση και τα ελλείμματα των ταμείων πρέπει να αντιμετωπιστούν ως το πιο σύνθετο μακροπρόθεσμο πρόβλημα της κοινωνικοοικονομικής δομής του Ελληνικού σχηματισμού.
Η πιστωτική κρίση, στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι το μεγάλο πρόβλημα της τετραετίας, γιατί έχει αρχίσει ήδη να σημαίνει κλονισμό της εμπορικής πίστης, πτώση της παραγωγής, από-επενδύσεις, ανεργία, συσσώρευση χρεών, βίαια αναδιανομή περιουσιών και εισοδημάτων, κοινωνικά αδιέξοδα και εν τέλει φαύλο δημοσιονομικό κύκλο. Τα μέτρα δεν πρέπει να εξαντληθούν στην επέκταση και προσαρμογή του πτωχευτικού δικαίου, ούτε σε κάποιες απλές ρυθμίσεις εταιρικών χρεών. Η κυβέρνηση πρέπει να καταφέρει να πειθαναγκάσει τις τράπεζες να ενταχθούν σε ένα συνολικό μεσοπρόθεσμο εθνικό σχεδιασμό και να αναλάβουν τις πραγματικές ευθύνες που τους αναλογούν, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Οι πολύ ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα απαιτηθούν για να ξεφύγει η οικονομία από την σημερινή παγίδευσή της, σημαίνουν ένα αληθινά νέο μοντέλο με σταθερή βάση, που θα αφυπνίζει τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, θα δημιουργεί και θα εκμεταλλεύεται συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παιδεία την οικολογία και τον πολιτισμό, θα γεννά προσδοκίες και θα είναι συμβατό με τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Γι’ αυτό το νέο μοντέλο θα πρέπει να υπάρχει μια διαρκής διαβούλευση, που δεν θα σημαίνει όμως αναστολές, αδράνειες και πρόσχημα νομής της εξουσίας με το κόμμα, τις συντεχνίες ή τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Αντίθετα μέσα από αυτή τη διαβούλευση η κυβέρνηση πρέπει να επανασηματοδοτεί σταθερά και με ένταση τις επιλογές της, τόσο με ρήξεις όσο και συνεναίσεις. Η Κυβέρνηση έχει ένα μονόδρομο: πεισματικά αλλά και πειστικά, να παραμένει προσανατολισμένη σταθερά στις ρητές (και άρρητες) προεκλογικές της εξαγγελίες. Όχι γιατί αποτελούν ένα μοναδικό, βέβαιο και αλάθητο σχέδιο, αλλά γιατί αυτό θα είναι το μέτρο αξιοπιστίας των μέτρων της. Άλλος τρόπος αποτελεσματικότητας δεν υπάρχει. –
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνγκερ μας μήνησε «the game is over» και ο οίκος Fitch υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και οι Moody’s φαίνεται πως ακολουθούν. Πως θα απαντήσει η Κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και το οικονομικό της επιτελείο;
Οι συζητήσεις περιστρέφονται περί τις εξαγγελίες των μέτρων κόστους €10 δις εκ. στην τετραετία, που λαθεμένα ονομάζονται «παροχές». Στην πληθωρική περί μέτρων συζήτηση υπάρχει η τάση να παραβλέπεται ότι ο συνδυασμός των μέτρων και των στόχων τους είναι πολιτική επιλογή. Όπως εύκολα παραβλέπεται πως η παγκόσμια πιστωτική κρίση ενέσκηψε μετά από μια αλόγιστη επέκταση προς τα νοικοκυριά και την κατανάλωση και ότι μαζί με τα ψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα που προέκυψαν δίπλα στον ιδιωτικό δανεισμό, φαίνεται να προβάλουν ένα νέο οικονομικό «παράδειγμα», στο οποίο τα ως σήμερα δόγματα δεν απαντούν. Ωστόσο οι θεωρούμενοι «σοφοί» των μακροοικονομικών θεωριών και των θεωριών οικονομικής πολιτικής (όλων των σχολών) μας έχουν μιλήσει για έννοιες μη ποσοτικές όπως: αβεβαιότητα, προσδοκίες, αξιοπιστία. Αυτά είναι που κινούν την οικονομία και αυτά είναι που κρίνουν την επιτυχία των όποιων μέτρων. Η συζήτηση λοιπόν περί μέτρων απαιτεί το δικό της μέτρο.
Για πολλά μπορεί να κατηγορήσει κανείς τις Κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη, όμως δεν μπορεί να αγνοήσει τις επιτυχίες της οικονομικής τους πολιτικής. Η ένταξη στο ΕΥΡΩ ήταν μια πολυσήμαντη πύκνωση των πολιτικών και οικονομικών στόχων και επιλογών, εκείνων των κυβερνήσεων. Η γνωστή σε όλους λογιστική μέθοδος επί των αμυντικών δαπανών (που μόνο η Νέα Δημοκρατία αμφισβητούσε) δεν έθετε θέμα αξιοπιστίας. Αντίθετα η «απογραφή» των Καραμανλή – Αλογοσκούφη φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο μια απίστευτης ελαφρότητας μικροκομματική ανοησία, που συκοφαντούσε την Ελλάδα και έφερνε σε δύσκολη θέση τους Κοινοτικούς αρμόδιους. Υπήρξε η αρχή μιας καταστροφικής αλχημείας ψεμάτων που πίστευαν και αυτοί που τα κατασκεύαζαν. Πίστεψαν πως οι τεχνικές της επικοινωνίας ήσαν αρκετές για να τους κρατούν στην εξουσία, ενώ οι αγορές θα έλυναν όλα τα προβλήματα, κάνοντας αυτόματες διορθώσεις υπό τη νομισματική πολιτική και τους δημοσιονομικούς πειθαναγκασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. (Η περιβόητη θεωρία του «αυτόματου πιλότου»). Τόσο αλόγιστα άσκησαν πολιτική, ώστε όχι μόνο σπατάλησαν ευκαιρίες, αλλά δημιούργησαν ένα έλλειμμα εθνικής αξιοπιστίας πολύ σημαντικότερο από αυτό που αποκάλυψαν οι δημοσιονομικοί δείκτες. Δεν είναι παράξενο που έφθασαν στο πλήρες αδιέξοδο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου και οι υπουργοί του πρέπει να θυμόνται ότι η επιτυχία της Οικονομικής Πολιτικής εξαρτάται από την αξιοπιστία της Κυβέρνησης. Αυτό δεν κρίνεται από το αυτονόητο περί την αλήθεια και διαφάνεια των Εθνικών Στατιστικών. Κρίνεται από το κατά πόσο όλοι οι παράγοντες, αντιλαμβάνονται την σταθερότητα και τη συνέπεια της Κυβέρνησης σε εξαγγελίες, μέτρα και πρακτικές. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται άμεση ανάνηψη. Οι πιέσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πράγματι μεγάλες. Το Συμβούλιο δε θα το απασχολήσουν πραγματικά τα μέτρα «επανεκκίνησης», που σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν μια γενική πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης. Το ενδιαφέρει η συνεπής και απαρέγκλιτη εφαρμογή (με ή δίχως επιτήρηση) του συνολικού προγράμματος που θα υποβάλει η Κυβέρνηση.
Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες ασφαλώς εκνευρίζονται και δικαίως αντιδρούν, όταν διαγνώσκουν ότι στην Ελλάδα το χρέος διογκώνεται από τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος και το έλλειμμα οφείλεται σε μια αποσαρθρωμένη δημόσια διοίκηση. Οι θεσμικές αλλαγές στην λειτουργία του κράτους, που θα προωθήσει η κυβέρνηση, τα θέματα διαφάνειας, η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα στο σύνολό του, θα μπουν στο μόνιτορ των Ευρωπαϊκών Οργάνων. Η αξιοπιστία της Ελλάδας και των εκπροσώπων της θα ζυγίζεται με αυτά τα μέτρα και σταθμά. Όμως το κλίμα της αξιοπιστίας δεν θα αποκατασταθεί, αν οι Έλληνες αξιωματούχοι δεν αρχίσουν παράλληλα να συμμετέχουν, ως πραγματικοί εταίροι με επεξεργασμένες απόψεις στα συμβούλια και δεν χτίσουν συμμαχίες. Η εικόνα της παρουσίας του νέου πρωθυπουργού στη διάσκεψη κορυφής, δείχνει πως μπορούμε να αισιοδοξούμε.
Η αξιοπιστία δεν αφορά μόνο τους εξωτερικούς πιστωτές, αφορά επίσης και τους αποδέκτες της ασκούμενης πολιτικής. Η σταθερότητα με την οποία η κυβέρνηση θα υποστηρίξει τη συνολική δέσμη των εξαγγελιών της, θα κρίνουν και την επιτυχία των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα υποβάλει. Οι πολιτικές επιλογές εντός του προγράμματος αυτού, θα το καθιστούν αξιόπιστο αν περιέχει με σαφήνεια μέτρα που στοχεύουν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις και μέτρα «αναστροφής». Όσο και να μην έχουν συζητηθεί τόσο όσο θα έπρεπε προεκλογικά, είναι και αυτές εξαγγελίες και δεσμεύσεις και περιέχουν μέτρα που θα ξεβολέψουν και θα «πονέσουν». Όπως όλοι γνωρίζουν το δημοσιονομικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας είναι σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικό. Ούτε οι περιπτωσιακές περιστολές δαπανών ούτε τα έσοδα από φόρους και εισφορές θα λύσουν το πρόβλημα. Το νέο φορολογικό σύστημα θα πρέπει να αποπνέει αίσθημα δικαιοσύνης, χωρίς όμως να κυνηγά μάγισσες. Απαιτεί ωστόσο μέτρο για να μην υπάρξουν ανεπιθύμητες παρενέργειες. Η περιστολή εξόδων της κρατικής λειτουργίας μπορεί να έχει σε ορισμένες περιπτώσεις και ισχυρούς συμβολισμούς, αλλά οφείλει να γίνει και μια πραγματικά νέα κουλτούρα. Η κοινωνική ασφάλιση και τα ελλείμματα των ταμείων πρέπει να αντιμετωπιστούν ως το πιο σύνθετο μακροπρόθεσμο πρόβλημα της κοινωνικοοικονομικής δομής του Ελληνικού σχηματισμού.
Η πιστωτική κρίση, στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι το μεγάλο πρόβλημα της τετραετίας, γιατί έχει αρχίσει ήδη να σημαίνει κλονισμό της εμπορικής πίστης, πτώση της παραγωγής, από-επενδύσεις, ανεργία, συσσώρευση χρεών, βίαια αναδιανομή περιουσιών και εισοδημάτων, κοινωνικά αδιέξοδα και εν τέλει φαύλο δημοσιονομικό κύκλο. Τα μέτρα δεν πρέπει να εξαντληθούν στην επέκταση και προσαρμογή του πτωχευτικού δικαίου, ούτε σε κάποιες απλές ρυθμίσεις εταιρικών χρεών. Η κυβέρνηση πρέπει να καταφέρει να πειθαναγκάσει τις τράπεζες να ενταχθούν σε ένα συνολικό μεσοπρόθεσμο εθνικό σχεδιασμό και να αναλάβουν τις πραγματικές ευθύνες που τους αναλογούν, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Οι πολύ ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα απαιτηθούν για να ξεφύγει η οικονομία από την σημερινή παγίδευσή της, σημαίνουν ένα αληθινά νέο μοντέλο με σταθερή βάση, που θα αφυπνίζει τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, θα δημιουργεί και θα εκμεταλλεύεται συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παιδεία την οικολογία και τον πολιτισμό, θα γεννά προσδοκίες και θα είναι συμβατό με τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Γι’ αυτό το νέο μοντέλο θα πρέπει να υπάρχει μια διαρκής διαβούλευση, που δεν θα σημαίνει όμως αναστολές, αδράνειες και πρόσχημα νομής της εξουσίας με το κόμμα, τις συντεχνίες ή τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Αντίθετα μέσα από αυτή τη διαβούλευση η κυβέρνηση πρέπει να επανασηματοδοτεί σταθερά και με ένταση τις επιλογές της, τόσο με ρήξεις όσο και συνεναίσεις. Η Κυβέρνηση έχει ένα μονόδρομο: πεισματικά αλλά και πειστικά, να παραμένει προσανατολισμένη σταθερά στις ρητές (και άρρητες) προεκλογικές της εξαγγελίες. Όχι γιατί αποτελούν ένα μοναδικό, βέβαιο και αλάθητο σχέδιο, αλλά γιατί αυτό θα είναι το μέτρο αξιοπιστίας των μέτρων της. Άλλος τρόπος αποτελεσματικότητας δεν υπάρχει. –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου