
Δημοσιευτηκε στα "Καθημερινά Νέα" στις 16 Μάρτη 2009
Καθώς μετά την ανακοίνωση των πρόσθετων οικονομικών μέτρων, όλοι αναρωτιούνται αν θα βρουν οι πολιτικοί το σθένος να τα τηρήσουν και ποιες θα ‘ναι οι αντιδράσεις μας, ένα άλλο σπουδαιότερο ερώτημα εγείρεται μπροστά μας. Μπορούμε να φθάσουμε στα βαθύτερα αίτια που μας έφεραν ως εδώ και ν’ αλλάξουμε πραγματικά; Κάποιοι μιλούν για «τεκτονική μεταβολή του πολιτικού μας συστήματος» και άλλοι αντιτείνουν πως σ’ αυτά τα μέτρα «δεν θα χάσουμε την ψυχή μας». Καθώς η Άγγελα Μέρκελ μας προσφέρει γερμανική «τεχνογνωσία» σε θέματα μεταρρυθμίσεων, όπως οι σχέσεις κράτους – πολίτη, το θέμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Τι εννοούν οι πολιτικοί και σε τι είναι έτοιμη να προχωρήσει η κοινωνία μας; Ιστορικά, φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μια από τις σημαντικότερες καμπές μας ως κράτος, ως κοινωνία και ως έθνος.
Η Μεταπολίτευση του 1974, έγινε στον απόηχο της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης και υπό συνθήκες υψηλότατου πληθωρισμού, που δεν τιθασεύτηκε παρά μετά από μια εικοσαετία. Η ελληνική κοινωνία εισήλθε, με σοβαρή υστέρηση, στον αστερισμό της διεκδίκησης των ατομικών ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ η οικονομία της προσπαθούσε να βγει από την υπανάπτυξη. Αυτοί ήταν οι δυο μεγάλοι στόχοι του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Όμως οι στόχοι αυτοί δεν επιχειρήθηκαν μέσα από την πολιτική ωρίμανση της κοινωνίας, που θα αντιλαμβανόταν την πολιτική ελευθερία ως αυτονομία και θα προσανατολιζόταν στην αναζήτηση ενός ανθρωποκεντρικού μοντέλου ευημερίας. Τα ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, απότοκα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής εμπειρίας και μεταφέρθηκαν με τρόπο πολλές φορές άκριτο. Κάπως έτσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαλε στην ΕΟΚ. Οι συγκεχυμένες έννοιες του Εθνικού και του Δημόσιου συμφέροντος, αντιπαρατέθηκαν, ανακατεύθηκαν και συγχωνεύτηκαν με την επιδίωξη ποικιλώνυμων δικαιωμάτων, των έκτοτε περιβόητων «κεκτημένων». Στο βωμό ενός ήθους ξένου, χαλάσαμε τις πόλεις μας, τα σπίτια μας, τη φύση μας και τις παραδόσεις μας και θυσιάσαμε την ευδαιμονία μας, κυνηγώντας την ευτυχία στην ικανοποίηση των ατομικών μας επιθυμιών. Έτσι οι κυβερνήσεις βρέθηκαν υπό την διαρκή επανάληψη της ανάγκης εφαρμογής προγραμμάτων, που επιχειρούσαν να συμβιβάσουν τη δίψα για την ικανοποίηση της προσωπικής ευμάρειας, με τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Το κράτος, αποκλειστικό ως τότε πεδίο της πολιτικής, επιχείρησε να συναντηθεί με μια κοινωνία, που είχε βιώσει βάναυσους αποκλεισμούς και διαχωρισμούς και η οποία συναντούσε την πολιτική μέσα από την οικονομία. Την απευθείας συνάντηση πολιτικής και κοινωνίας, ανέλαβαν ως προνομιακοί διαμεσολαβητές τα κόμματα (για πρώτη φορά συνταγματικά κατοχυρωμένα), που ανέπτυξαν μια πρωτόγνωρη δράση, επιχειρώντας να «κοινωνικοποιήσουν» την πολιτική. Πράγματι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας στοιχίθηκε πίσω τους. Κάπως έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου έκλεισε το «ραντεβού με την Ιστορία». Η ελευθερία όμως παρέμεινε να θεωρείται ατομικό δικαίωμα που ασκήθηκε επί των «υλικών όρων της ζωής, που καθορίζουν το είναι μας». Με την κοινωνία να συνεχίζει να συναντιέται με την πολιτική μέσω της οικονομίας, το πολιτικό σύστημα έγινε πελατειακό και η διαμεσολάβηση έγινε διαπλοκή και διαφθορά. Στον κορβανά απλώθηκαν πολλά χέρια. Ενώ όλοι ξόρκιζαν την κομματικοποίηση του κράτους, η κατάληξη ήταν η κρατικοποίηση των κομμάτων και η επακόλουθη σύγκρουση (ή ευκαιριακή ενίοτε συμμαχία τους) με άλλους διαμεσολαβητές, όπως ό τύπος και η εκκλησία. Από το σχήμα δεν εξαιρούνται τα κόμματα της διαρκούς ελάσσονος αντιπολίτευσης, γιατί και αυτά υπήρξαν ουσιαστικοί συμπαίκτες στο σύστημα, επιχειρώντας τη δική τους διαμεσολάβηση μέσω του οργανωτικού ελέγχου στην εκπροσώπηση κοινωνικών ομάδων - για να μη θυμηθούμε τα αποτελέσματα της σύντομης συγκυβέρνησης. Κάπως έτσι έγινε πρωθυπουργός και ο Κώστας Μητσοτάκης. Βέβαια, μετά από κάθε περίοδο «προσφορών» προς τους κάθε λογής πελάτες, η εκάστοτε κυβέρνηση βρισκόταν εμπρός στην ανάγκη μιας δημοσιονομικής επαναφοράς, η οποία άκουγε σε ευφημισμούς, όπως λιτότητα, τούνελ, εκσυγχρονισμός, και προσαρμογή. Η πτώση του Βερολινέζικου τοίχους, μονοδρόμησε τις πολιτικές επιλογές της κρατικής οπτικής της οικονομίας. Κάπως έτσι ο Κώστας Σημίτης μας πρόσδεσε στo Ευρώ. Μα κάθε φορά η ρότα μας άλλαζε νωρίς, μιας και οι πολιτικοί μας μιλούσαν για την ισχύ του κράτους, μείς το θεωρούσαμε δικιά τους υπόθεση κι αυτοί, την δική τους ισχύ την αντλώντας από των συμφερόντων το κουμάντο, υπόθεσή τους θεωρούσαν την ψήφο μας.
Όλα αυτά ενώ οι πάντες γνωρίζουν και παραδέχονται ότι η παραοικονομία συναγωνίζεται σε όγκο τα επίσημα μεγέθη και ότι ο πλούτος που κυκλοφορεί στο όνομα της προσωπικής ευημερίας, είναι προϊόν της αφροσύνης και της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος. Εμπρός στην καταφανή ανεπάρκεια και φαυλότητα της Δημόσιας Διοίκησης, η Ελλάδα με είκοσι χρόνια αργοπορία (ίσως ως η τελευταία χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως φαίνεται να σημαίνει και η πολιτική ισχύς του ΚΚΕ), ανακάλυψε τις δυο πολιτικές προτεραιότητες του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Γκλάσνοστ και Περεστρόικα. Η πολιτική χρεοκοπία των κομμάτων, ενίσχυσε το ρόλο των άλλων παραδοσιακών διαμεσολαβητών σε μια έξω-θεσμική πολιτική λειτουργία. Κάτω από τον νεοτερική αντίληψη περί «διακυβέρνησης», έγινε η εισαγωγή ενός νέου στρώματος διαμεσολαβητών, υπό τον τύπο των ανεξάρτητων αρχών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Αίτημα η διαφάνεια, αποτέλεσμα όμως ένα νοθευμένο και παρεκβατικό πολίτευμα, ένα τοπίο ομίχλης όπου οι ευθύνες διαχέονται και η κοινωνία καλείται να συγκροτηθεί σε σώμα επιδιαιτητών, στιγμιαία, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Κάπως έτσι πέρασε τις μέρες του ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής. Σε μια ανεύθυνη διακυβέρνηση φαίνεται πως τα μεγέθη είναι σχετικά, όλα είναι θέμα εκτίμησης και το μόνο που μετρά είναι η διαχείριση της επικοινωνίας με τους πιο αγοραίους όρους. Όμως τα ψέματα τελείωσαν. Περίπου τριάντα πέντε περίπου χρόνια μετά την κρατικοποίηση της Εμπορικής Τράπεζας του Ανδρεάδη, φαίνεται πως το διεθνές και ντόπιο Τραπεζικό κεφάλαιο παίρνει την εκδίκησή του. Κράτος και κοινωνία είναι αιχμάλωτοι των πιο ανάλγητων κατακτητών.
Κάπως έτσι κλήρωσε στον Γιώργο Παπανδρέου να ανακοινώσει τα πιο σκληρά μέτρα δημοσιονομικής εκπειθάρχησης. Αν και μπορεί να αποφύγουμε την τυπική οικονομική χρεοκοπία, δεν έχουμε αποφύγει τον διασυρμό μας ως έθνος, λόγω της αναξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος. Τώρα, δυο δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας. Ο ένας είναι αυτός ο δρόμος που μας έφερε ως εδώ και που θα μας επιτρέψουν αργά ή γρήγορα πάλι να συνεχίσουμε να βαδίζουμε (μιας και το ίδιο ήθος θα ‘χουμε των δανειστών μας). Σε μιας εφήμερης και επίπλαστης ευτυχίας το κυνήγι σαν τυχοδιώκτες, σαν κερδοσκόποι, θα επιχειρήσουμε την επιστροφή. Το κάναμε ξανά στο παρελθόν και απορρίψαμε όσους μας μίλησαν για σωφροσύνη. Κάπως έτσι η Ελλάδα του μέτρου έγινε η Ελλάδα των μέτρων. Ο άλλος είναι ο δρόμος της πολιτικής αρετής και της φρόνησης. Μόνο η απευθείας συνάντησή της κοινωνίας με την καθαρή πολιτική, μπορεί να την ανατάξει πραγματικά από τον κλυδωνισμό της οικονομικής ύφεσης και τις αδικίες του. Και ασφαλώς αυτό είναι το νέο μας στοίχημα. Μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που πολιτευόμαστε; Μπορούμε να θέσουμε το ηθικό αίτημα της ελευθερίας μας; Μπορούμε να συγκροτήσουμε ηθικά την κοινωνία μας, να προσέλθουμε σε μια πολιτική κοινωνία ως αυτόνομοι πολίτες; Μπορούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί ηγήτορες να αρθούν σε αυτό το ύψος; Μόνο τότε η πολιτική θα οδηγήσει την οικονομία προς την επίτευξη του «κοινού αγαθού». Μπορούμε ν’ αδράξουμε την ευκαιρία;
Φοβάμαι πως ήδη έχει απορριφθεί όχι μόνο το δίλημμα, αλλά και ο γράφων. Ξέρω πως η κατηγορία του ιδεαλισμού και των ουτοπικών φιλοσοφημάτων, θα ακούγεται μάλλον επιεικής εμπρός στον κίνδυνο της χλεύης, για την απουσία «πρακτικής σκέψης» και «επιστημονικής γλώσσας», που θα ταίριαζαν στις δηλούμενες ιδιότητες του γράφοντος, αλλά και στην περίσταση. Ούτε, μια λέξη για αγορές, χρηματιστήρια, παράγωγα και επιτόκια, για πληθωρισμό, κατανάλωση και παραγωγικότητα, για επενδύσεις, εργασία, μισθούς, κέρδη και ανταγωνιστικότητα; Ας αφήσουμε τις υπεραξίες, την ταξική πάλη και τον ιμπεριαλισμό (ως εκεί δεν περίμενε δα κανείς να φθάσει). Και για τι σόι πολιτική χωρίς σοσιαλισμό ή φιλελευθερισμό μιλάει; Μήπως ηθικολογεί ή μήπως παίζει;
Ας τα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Όσα μέτρα κι αν παρθούν, το πρόβλημα μας θα παραμείνει προπατορικά πολιτικό. Δύσκολα θα βρούμε ταίρι στην υφή του. Εμείς και το κράτος μας υπήρξαμε αντίπαλοι από τη μέρα της σύστασής του. Αλληλο-θεωρούμαστε αναξιόπιστοι. Αρχικά οι πάτρωνες του νέου κράτους μας θεώρησαν ιδία απειλή και μας υποβάθμισαν στο επίπεδο της Δεσποτείας. Το αίτημα της Ελευθερίας του αγώνα της παλιγγενεσίας μπήκε στην προκρούστειο κλίνη. Αλλά και αργότερα το μοντέλο της αντιπροσώπευσης, που ο Διαφωτισμός παρήγαγε ως «δημοκρατία», υπήρξε για μας πάντα φραγκολεβαντίνικο. Απείθαρχοι υπήκοοι λοιπόν, κρατήσαμε άλλους νόμους άγραφους, παράλληλους σ’ αυτούς που πάσχιζαν για την βίαια υπαγωγή μας σε προτεσταντικά ηθικά προστάγματα. Θεωρήσαμε πως έτσι διαφυλάσσουμε την πολυπόθητη ελευθερία μας. Κληρονόμοι μιας άλλης παράδοσης, με οδηγούς μας τη Δίκη και την Αιδώ, συμπυκνώσαμε την κοινωνική μας πρωτεϊκή ηθική σ’ αυτή την έννοια τη μοναδική, του Ελληνικού Φιλότιμου. Παρά την ακατάσχετη πολιτικολογία μας ωστόσο, παράγωγο και καθρέφτη αυτής της αντίθεσης, δεν καταφέραμε να έρθουμε ποτέ ως τώρα με επιτυχία στη λύση του πολιτικού μας προβλήματος, την αδυναμία μας δηλαδή να συστήσουμε πολιτεία. Κάπως έτσι, με την παραξενιά μας και με τα κοινά μας μυστικά, πορευτήκαμε ως εδώ.
Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς τα αγαθά μας αυξήθηκαν συνεχίσαμε να αφήνουμε χωρισμένη την πολιτική από την κοινωνία και να ασκούμε την κεκτημένη ελευθερίας μας ως δικαίωμα για κατανάλωση και ως ιδιωτικότητα, δίχως αναφορά σε κοινές αξίες. Από την άλλη οι πολιτικοί μας, ως διαχειριστές του κράτους και κάτοχοι της πολιτικής, κράτησαν την πολιτική ευθύνη όσο μπορούσαν πιο μακριά από το πεδίο της δικαιοσύνης. Γίναμε έτσι δούλοι των παθών μας και περιπέσαμε σε ύβρη. Το ήθος της πολιτικής εξέπεσε, με τα κόμματα ομήρους της εξω-θεσμικής και παρασκηνιακής διαπλοκής της πολιτικής με συμφέροντα και ομάδες πίεσης. Οι αγορές εντωμεταξύ έγιναν παγκόσμιες, το κράτους μας μπήκε κάτω από ισχυρότερου δίκαιου την επικυριαρχία, και η ανάγκη αλλαγής στη σχέση κράτους πολίτη έγινε επιτακτική. Κάπως έτσι και κάπως αργά, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ασκώντας την ελευθερία μας με αυτό τον τρόπο, χάσαμε την ίδια την Ελληνικότητά μας, χάσαμε τον πολιτικό μας έρωτα. Αντί να καταφύγουμε στης πολιτικής αρετής μας τη δύναμη, προσφύγαμε, όπως πολλές φορές ως τώρα, στην εργαλειοθήκη της δυτικής νεοτερικότητας. Το πολιτικό μας πρόβλημα δεν είναι αδυναμία σύστασης ισχυρού κράτους και μηχανισμών, αλλά αδυναμία σύστασης πολιτείας, ηθικής δηλαδή συγκρότησης της κοινωνίας. Γι’ άλλη μια φορά μπορεί να επιχειρήσουμε να εισάγουμε τις όποιες λύσεις. Ούτως ή άλλως τα κόμματα θα υποχρεωθούν να μετασχηματιστούν για να μην υπερκεραστούν και οι λοιποί διαμεσολαβητές του σημερινού μας πολιτικού συστήματος να επαναπροσδιοριστούν για να μην παραμεριστούν. Οι παλιοί τους ρόλοι τελειώνουν. Αν οι πολιτικοί, κοινωνικοί, πνευματικοί και λοιποί ηγήτορες μας, γίνουν γι’ άλλη μια φορά μεταπράτες, θα φέρνουν το μεγάλο κρίμα του αφελληνισμού μας.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα κλαψουρίσματα, για τα δημοσιεύματα του Γερμανικού τύπου που προσβάλουν τα σύμβολά μας, και ας δούμε τι πραγματικά σημαίνουν αυτά τα σύμβολα για μας. Ας καταλάβουμε ότι Εθνική μας ταυτότητα για την οποία ξεσπαθώνουμε, μπορούμε να την προασπίσουμε μόνο με μια νέα γνήσια πολιτειακή ταυτότητα, που θα γεννηθεί από την πολιτική μας αυτονομία και ένα νέο πατριωτισμό. Ας αφήσουμε ως κοινωνία το τεφτέρι των δήθεν οικονομικών αναλύσεων, ας υποστείλουμε του ωφελιμισμού μας τα μπαϊράκια και ας αναζητήσουμε τις αξίες εκείνες που θα θεμελιώσουν την ευδαιμονία μας. Έλληνες θέλουμε να ‘μαστε επιτέλους! Αν και τώρα, δεν εκλάβουμε τη σημερινή μας οικονομική κατάσταση ως πρόκληση μιας άλλης πορείας, σε αποκάλυψη αξιών, σε μια ηθική αναδίπλωση της ελευθερίας μας που θα σημάνει μια ιστορική στροφή του νεοελληνικού μας ήθους, τότε ο προτεσταντικός ηθικός πατερναλισμός θα μας συντρίψει και κάπως έτσι θα βρεθούμε υπήκοοι μιας μικρής, φτωχής επαρχίας.
Η Μεταπολίτευση του 1974, έγινε στον απόηχο της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης και υπό συνθήκες υψηλότατου πληθωρισμού, που δεν τιθασεύτηκε παρά μετά από μια εικοσαετία. Η ελληνική κοινωνία εισήλθε, με σοβαρή υστέρηση, στον αστερισμό της διεκδίκησης των ατομικών ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ η οικονομία της προσπαθούσε να βγει από την υπανάπτυξη. Αυτοί ήταν οι δυο μεγάλοι στόχοι του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Όμως οι στόχοι αυτοί δεν επιχειρήθηκαν μέσα από την πολιτική ωρίμανση της κοινωνίας, που θα αντιλαμβανόταν την πολιτική ελευθερία ως αυτονομία και θα προσανατολιζόταν στην αναζήτηση ενός ανθρωποκεντρικού μοντέλου ευημερίας. Τα ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, απότοκα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της ευρωπαϊκής εμπειρίας και μεταφέρθηκαν με τρόπο πολλές φορές άκριτο. Κάπως έτσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαλε στην ΕΟΚ. Οι συγκεχυμένες έννοιες του Εθνικού και του Δημόσιου συμφέροντος, αντιπαρατέθηκαν, ανακατεύθηκαν και συγχωνεύτηκαν με την επιδίωξη ποικιλώνυμων δικαιωμάτων, των έκτοτε περιβόητων «κεκτημένων». Στο βωμό ενός ήθους ξένου, χαλάσαμε τις πόλεις μας, τα σπίτια μας, τη φύση μας και τις παραδόσεις μας και θυσιάσαμε την ευδαιμονία μας, κυνηγώντας την ευτυχία στην ικανοποίηση των ατομικών μας επιθυμιών. Έτσι οι κυβερνήσεις βρέθηκαν υπό την διαρκή επανάληψη της ανάγκης εφαρμογής προγραμμάτων, που επιχειρούσαν να συμβιβάσουν τη δίψα για την ικανοποίηση της προσωπικής ευμάρειας, με τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Το κράτος, αποκλειστικό ως τότε πεδίο της πολιτικής, επιχείρησε να συναντηθεί με μια κοινωνία, που είχε βιώσει βάναυσους αποκλεισμούς και διαχωρισμούς και η οποία συναντούσε την πολιτική μέσα από την οικονομία. Την απευθείας συνάντηση πολιτικής και κοινωνίας, ανέλαβαν ως προνομιακοί διαμεσολαβητές τα κόμματα (για πρώτη φορά συνταγματικά κατοχυρωμένα), που ανέπτυξαν μια πρωτόγνωρη δράση, επιχειρώντας να «κοινωνικοποιήσουν» την πολιτική. Πράγματι, μεγάλο μέρος της κοινωνίας στοιχίθηκε πίσω τους. Κάπως έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου έκλεισε το «ραντεβού με την Ιστορία». Η ελευθερία όμως παρέμεινε να θεωρείται ατομικό δικαίωμα που ασκήθηκε επί των «υλικών όρων της ζωής, που καθορίζουν το είναι μας». Με την κοινωνία να συνεχίζει να συναντιέται με την πολιτική μέσω της οικονομίας, το πολιτικό σύστημα έγινε πελατειακό και η διαμεσολάβηση έγινε διαπλοκή και διαφθορά. Στον κορβανά απλώθηκαν πολλά χέρια. Ενώ όλοι ξόρκιζαν την κομματικοποίηση του κράτους, η κατάληξη ήταν η κρατικοποίηση των κομμάτων και η επακόλουθη σύγκρουση (ή ευκαιριακή ενίοτε συμμαχία τους) με άλλους διαμεσολαβητές, όπως ό τύπος και η εκκλησία. Από το σχήμα δεν εξαιρούνται τα κόμματα της διαρκούς ελάσσονος αντιπολίτευσης, γιατί και αυτά υπήρξαν ουσιαστικοί συμπαίκτες στο σύστημα, επιχειρώντας τη δική τους διαμεσολάβηση μέσω του οργανωτικού ελέγχου στην εκπροσώπηση κοινωνικών ομάδων - για να μη θυμηθούμε τα αποτελέσματα της σύντομης συγκυβέρνησης. Κάπως έτσι έγινε πρωθυπουργός και ο Κώστας Μητσοτάκης. Βέβαια, μετά από κάθε περίοδο «προσφορών» προς τους κάθε λογής πελάτες, η εκάστοτε κυβέρνηση βρισκόταν εμπρός στην ανάγκη μιας δημοσιονομικής επαναφοράς, η οποία άκουγε σε ευφημισμούς, όπως λιτότητα, τούνελ, εκσυγχρονισμός, και προσαρμογή. Η πτώση του Βερολινέζικου τοίχους, μονοδρόμησε τις πολιτικές επιλογές της κρατικής οπτικής της οικονομίας. Κάπως έτσι ο Κώστας Σημίτης μας πρόσδεσε στo Ευρώ. Μα κάθε φορά η ρότα μας άλλαζε νωρίς, μιας και οι πολιτικοί μας μιλούσαν για την ισχύ του κράτους, μείς το θεωρούσαμε δικιά τους υπόθεση κι αυτοί, την δική τους ισχύ την αντλώντας από των συμφερόντων το κουμάντο, υπόθεσή τους θεωρούσαν την ψήφο μας.
Όλα αυτά ενώ οι πάντες γνωρίζουν και παραδέχονται ότι η παραοικονομία συναγωνίζεται σε όγκο τα επίσημα μεγέθη και ότι ο πλούτος που κυκλοφορεί στο όνομα της προσωπικής ευημερίας, είναι προϊόν της αφροσύνης και της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος. Εμπρός στην καταφανή ανεπάρκεια και φαυλότητα της Δημόσιας Διοίκησης, η Ελλάδα με είκοσι χρόνια αργοπορία (ίσως ως η τελευταία χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως φαίνεται να σημαίνει και η πολιτική ισχύς του ΚΚΕ), ανακάλυψε τις δυο πολιτικές προτεραιότητες του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Γκλάσνοστ και Περεστρόικα. Η πολιτική χρεοκοπία των κομμάτων, ενίσχυσε το ρόλο των άλλων παραδοσιακών διαμεσολαβητών σε μια έξω-θεσμική πολιτική λειτουργία. Κάτω από τον νεοτερική αντίληψη περί «διακυβέρνησης», έγινε η εισαγωγή ενός νέου στρώματος διαμεσολαβητών, υπό τον τύπο των ανεξάρτητων αρχών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Αίτημα η διαφάνεια, αποτέλεσμα όμως ένα νοθευμένο και παρεκβατικό πολίτευμα, ένα τοπίο ομίχλης όπου οι ευθύνες διαχέονται και η κοινωνία καλείται να συγκροτηθεί σε σώμα επιδιαιτητών, στιγμιαία, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Κάπως έτσι πέρασε τις μέρες του ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής. Σε μια ανεύθυνη διακυβέρνηση φαίνεται πως τα μεγέθη είναι σχετικά, όλα είναι θέμα εκτίμησης και το μόνο που μετρά είναι η διαχείριση της επικοινωνίας με τους πιο αγοραίους όρους. Όμως τα ψέματα τελείωσαν. Περίπου τριάντα πέντε περίπου χρόνια μετά την κρατικοποίηση της Εμπορικής Τράπεζας του Ανδρεάδη, φαίνεται πως το διεθνές και ντόπιο Τραπεζικό κεφάλαιο παίρνει την εκδίκησή του. Κράτος και κοινωνία είναι αιχμάλωτοι των πιο ανάλγητων κατακτητών.
Κάπως έτσι κλήρωσε στον Γιώργο Παπανδρέου να ανακοινώσει τα πιο σκληρά μέτρα δημοσιονομικής εκπειθάρχησης. Αν και μπορεί να αποφύγουμε την τυπική οικονομική χρεοκοπία, δεν έχουμε αποφύγει τον διασυρμό μας ως έθνος, λόγω της αναξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος. Τώρα, δυο δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας. Ο ένας είναι αυτός ο δρόμος που μας έφερε ως εδώ και που θα μας επιτρέψουν αργά ή γρήγορα πάλι να συνεχίσουμε να βαδίζουμε (μιας και το ίδιο ήθος θα ‘χουμε των δανειστών μας). Σε μιας εφήμερης και επίπλαστης ευτυχίας το κυνήγι σαν τυχοδιώκτες, σαν κερδοσκόποι, θα επιχειρήσουμε την επιστροφή. Το κάναμε ξανά στο παρελθόν και απορρίψαμε όσους μας μίλησαν για σωφροσύνη. Κάπως έτσι η Ελλάδα του μέτρου έγινε η Ελλάδα των μέτρων. Ο άλλος είναι ο δρόμος της πολιτικής αρετής και της φρόνησης. Μόνο η απευθείας συνάντησή της κοινωνίας με την καθαρή πολιτική, μπορεί να την ανατάξει πραγματικά από τον κλυδωνισμό της οικονομικής ύφεσης και τις αδικίες του. Και ασφαλώς αυτό είναι το νέο μας στοίχημα. Μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που πολιτευόμαστε; Μπορούμε να θέσουμε το ηθικό αίτημα της ελευθερίας μας; Μπορούμε να συγκροτήσουμε ηθικά την κοινωνία μας, να προσέλθουμε σε μια πολιτική κοινωνία ως αυτόνομοι πολίτες; Μπορούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί ηγήτορες να αρθούν σε αυτό το ύψος; Μόνο τότε η πολιτική θα οδηγήσει την οικονομία προς την επίτευξη του «κοινού αγαθού». Μπορούμε ν’ αδράξουμε την ευκαιρία;
Φοβάμαι πως ήδη έχει απορριφθεί όχι μόνο το δίλημμα, αλλά και ο γράφων. Ξέρω πως η κατηγορία του ιδεαλισμού και των ουτοπικών φιλοσοφημάτων, θα ακούγεται μάλλον επιεικής εμπρός στον κίνδυνο της χλεύης, για την απουσία «πρακτικής σκέψης» και «επιστημονικής γλώσσας», που θα ταίριαζαν στις δηλούμενες ιδιότητες του γράφοντος, αλλά και στην περίσταση. Ούτε, μια λέξη για αγορές, χρηματιστήρια, παράγωγα και επιτόκια, για πληθωρισμό, κατανάλωση και παραγωγικότητα, για επενδύσεις, εργασία, μισθούς, κέρδη και ανταγωνιστικότητα; Ας αφήσουμε τις υπεραξίες, την ταξική πάλη και τον ιμπεριαλισμό (ως εκεί δεν περίμενε δα κανείς να φθάσει). Και για τι σόι πολιτική χωρίς σοσιαλισμό ή φιλελευθερισμό μιλάει; Μήπως ηθικολογεί ή μήπως παίζει;
Ας τα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Όσα μέτρα κι αν παρθούν, το πρόβλημα μας θα παραμείνει προπατορικά πολιτικό. Δύσκολα θα βρούμε ταίρι στην υφή του. Εμείς και το κράτος μας υπήρξαμε αντίπαλοι από τη μέρα της σύστασής του. Αλληλο-θεωρούμαστε αναξιόπιστοι. Αρχικά οι πάτρωνες του νέου κράτους μας θεώρησαν ιδία απειλή και μας υποβάθμισαν στο επίπεδο της Δεσποτείας. Το αίτημα της Ελευθερίας του αγώνα της παλιγγενεσίας μπήκε στην προκρούστειο κλίνη. Αλλά και αργότερα το μοντέλο της αντιπροσώπευσης, που ο Διαφωτισμός παρήγαγε ως «δημοκρατία», υπήρξε για μας πάντα φραγκολεβαντίνικο. Απείθαρχοι υπήκοοι λοιπόν, κρατήσαμε άλλους νόμους άγραφους, παράλληλους σ’ αυτούς που πάσχιζαν για την βίαια υπαγωγή μας σε προτεσταντικά ηθικά προστάγματα. Θεωρήσαμε πως έτσι διαφυλάσσουμε την πολυπόθητη ελευθερία μας. Κληρονόμοι μιας άλλης παράδοσης, με οδηγούς μας τη Δίκη και την Αιδώ, συμπυκνώσαμε την κοινωνική μας πρωτεϊκή ηθική σ’ αυτή την έννοια τη μοναδική, του Ελληνικού Φιλότιμου. Παρά την ακατάσχετη πολιτικολογία μας ωστόσο, παράγωγο και καθρέφτη αυτής της αντίθεσης, δεν καταφέραμε να έρθουμε ποτέ ως τώρα με επιτυχία στη λύση του πολιτικού μας προβλήματος, την αδυναμία μας δηλαδή να συστήσουμε πολιτεία. Κάπως έτσι, με την παραξενιά μας και με τα κοινά μας μυστικά, πορευτήκαμε ως εδώ.
Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς τα αγαθά μας αυξήθηκαν συνεχίσαμε να αφήνουμε χωρισμένη την πολιτική από την κοινωνία και να ασκούμε την κεκτημένη ελευθερίας μας ως δικαίωμα για κατανάλωση και ως ιδιωτικότητα, δίχως αναφορά σε κοινές αξίες. Από την άλλη οι πολιτικοί μας, ως διαχειριστές του κράτους και κάτοχοι της πολιτικής, κράτησαν την πολιτική ευθύνη όσο μπορούσαν πιο μακριά από το πεδίο της δικαιοσύνης. Γίναμε έτσι δούλοι των παθών μας και περιπέσαμε σε ύβρη. Το ήθος της πολιτικής εξέπεσε, με τα κόμματα ομήρους της εξω-θεσμικής και παρασκηνιακής διαπλοκής της πολιτικής με συμφέροντα και ομάδες πίεσης. Οι αγορές εντωμεταξύ έγιναν παγκόσμιες, το κράτους μας μπήκε κάτω από ισχυρότερου δίκαιου την επικυριαρχία, και η ανάγκη αλλαγής στη σχέση κράτους πολίτη έγινε επιτακτική. Κάπως έτσι και κάπως αργά, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ασκώντας την ελευθερία μας με αυτό τον τρόπο, χάσαμε την ίδια την Ελληνικότητά μας, χάσαμε τον πολιτικό μας έρωτα. Αντί να καταφύγουμε στης πολιτικής αρετής μας τη δύναμη, προσφύγαμε, όπως πολλές φορές ως τώρα, στην εργαλειοθήκη της δυτικής νεοτερικότητας. Το πολιτικό μας πρόβλημα δεν είναι αδυναμία σύστασης ισχυρού κράτους και μηχανισμών, αλλά αδυναμία σύστασης πολιτείας, ηθικής δηλαδή συγκρότησης της κοινωνίας. Γι’ άλλη μια φορά μπορεί να επιχειρήσουμε να εισάγουμε τις όποιες λύσεις. Ούτως ή άλλως τα κόμματα θα υποχρεωθούν να μετασχηματιστούν για να μην υπερκεραστούν και οι λοιποί διαμεσολαβητές του σημερινού μας πολιτικού συστήματος να επαναπροσδιοριστούν για να μην παραμεριστούν. Οι παλιοί τους ρόλοι τελειώνουν. Αν οι πολιτικοί, κοινωνικοί, πνευματικοί και λοιποί ηγήτορες μας, γίνουν γι’ άλλη μια φορά μεταπράτες, θα φέρνουν το μεγάλο κρίμα του αφελληνισμού μας.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα κλαψουρίσματα, για τα δημοσιεύματα του Γερμανικού τύπου που προσβάλουν τα σύμβολά μας, και ας δούμε τι πραγματικά σημαίνουν αυτά τα σύμβολα για μας. Ας καταλάβουμε ότι Εθνική μας ταυτότητα για την οποία ξεσπαθώνουμε, μπορούμε να την προασπίσουμε μόνο με μια νέα γνήσια πολιτειακή ταυτότητα, που θα γεννηθεί από την πολιτική μας αυτονομία και ένα νέο πατριωτισμό. Ας αφήσουμε ως κοινωνία το τεφτέρι των δήθεν οικονομικών αναλύσεων, ας υποστείλουμε του ωφελιμισμού μας τα μπαϊράκια και ας αναζητήσουμε τις αξίες εκείνες που θα θεμελιώσουν την ευδαιμονία μας. Έλληνες θέλουμε να ‘μαστε επιτέλους! Αν και τώρα, δεν εκλάβουμε τη σημερινή μας οικονομική κατάσταση ως πρόκληση μιας άλλης πορείας, σε αποκάλυψη αξιών, σε μια ηθική αναδίπλωση της ελευθερίας μας που θα σημάνει μια ιστορική στροφή του νεοελληνικού μας ήθους, τότε ο προτεσταντικός ηθικός πατερναλισμός θα μας συντρίψει και κάπως έτσι θα βρεθούμε υπήκοοι μιας μικρής, φτωχής επαρχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου