ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ (Ελλάδα, Ευρωζώνη και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο)


(Δημοσιεύτηκε στις 17 Απριλίου 2010 στα Καθημερινα Νέα)


Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επέλεγε τον τίτλο «Πατερναλιστικός Καπιταλισμός», για ένα βιβλίο του που κατατάσσεται στη νέο-μαρξιστική βιβλιογραφία των οικονομικών της άνισης ανταλλαγής, η διάρθρωση του παγκόσμιου εμπορίου και των χρηματαγορών ήταν μάλλον απλούστερη. Η ανάλυση των νέο-μαρξιστών για την αντίθεση «βορρά-νότου» (μητρόπολης-περιφέρειας), ήταν κυρίαρχη στην σκέψη του. Αν και οι θεωρητικές θέσεις που διατύπωνε σε αυτό το βιβλίο, ήταν αυτές που αργότερα τον οδήγησαν στην εναντίωσή του στην ένταξη της χώρας στη ΕΟΚ, δεν θα φανταζόταν ασφαλώς ότι το ερμηνευτικό του σχήμα θα ήταν τόσο επαληθεύσιμο στην περίπτωση μιας ζώνης κοινού νομίσματος στην Ευρώπη, στο οποίο θα συμμετείχε μάλιστα και η Ελλάδα, περίπου σαράντα χρόνια αργότερα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου φοβόταν τότε, την πιθανότητα μιας εξωτερικής επίθεσης στη οικονομία, ανάλογη με την περίπτωση της Χιλής. Η επιλογή του Γεράσιμου Αρσένη, αρχικά ως Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και στη συνέχεια ως υπέρ-υπουργού οικονομίας και οικονομικών, οφειλόταν στην εμπειρία του ως συμβούλου Λατινικών χωρών, στις διαπραγματεύσεις τους με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ωστόσο, η εντός αυτού του σχήματος τελική απάντηση που έδωσε ο Ανδρέας, για την εθνική πολιτική στρατηγική που η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει, δεν ήταν άλλη από αυτή που σηματοδότησε μέσω της αλλαγής οικονομικού επιτελείου και πολιτικής το 1985. Η διαπραγμάτευση στα πλαίσια αυτής της νέας πολιτικής με τους ευρωπαίους εταίρους μας ήταν σκληρή και οδήγησε στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, μετά από σύγκρουση με την τότε «σιδηρά» κυρία Θάτσερ.

Στην υπό εξέλιξη ευρωπαϊκή πτυχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το επίσημο συμπέρασμα στο οποίο φαίνεται πως έχουν οδηγηθεί οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες, αντιμέτωποι με το πρόβλημα της Ελλάδας και το φόβο επέκτασής του, είναι πως: «Στο μέλλον πρέπει να ενισχυθούν οι διαδικασίες εποπτείας των οικονομικών και δημοσιονομικών κινδύνων καθώς και τα εργαλεία για την αποτροπή τους, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος». Στη βάση αυτού του συμπεράσματος βρίσκεται η ιδέα ότι η επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης των περιφερειακών χωρών είναι θέμα που γεννάται από την έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αν στην περίπτωση της Ελλάδας και λιγότερο της Πορτογαλίας, αποκαλύπτεται και μια τέτοια οργανική βλάβη, η Ισπανία και η Ιρλανδία δεν φαίνεται να έχουν το ίδιο πρόβλημα. Όμως, ανάγοντας το αποτέλεσμα σε αίτιο, τα οικονομικά επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδηγούν την οικονομία στην παλιά εκείνη εποχή της ιατρικής που πρόσταζε αφαίμαξη για κάθε ασθενή και κάθε ασθένεια. Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα αποτελούν σύμπτωμα της κρίσης, όχι αιτία. Η Γερμανία φαίνεται πως επιθυμεί να οδηγήσει τους πάντες σε μια δημοσιονομική υποστήριξη ενός σκληρού Ευρώ, υποχρεώνοντας τους σε μια συνολική συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης της Ευρωζώνης. Ο Γερμανικός κυβερνητικός συνασπισμός δείχνει αποφασισμένος, στην παρούσα φάση να μην επιτρέψει καμιά ουσιαστική συζήτηση περί της εσωτερικής ζήτησης και των ανισορροπιών της Ευρωζώνης. Ωστόσο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι δημοσιονομικές παρεκτροπές και η μεγάλη πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα στις χώρες του «νότου», αντανακλούν το ανταγωνιστικό αδιέξοδο από την ασθενική αύξηση της ζήτησης στην καρδιά της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με μια κοινή νομισματική πολιτική, που περιορίζει τις εξαγωγές τους προς τρίτους, ενώ αυξάνει το συνολικό εξαγωγικό κέρδος του «βορρά». Η Γερμανία θα ήθελε να δει τους εταίρους της να επιτυγχάνουν άμεσα τη δραστική μείωση των ελλειμμάτων τους, να γίνει δηλαδή η Ευρωζώνη Γερμανία, με διαρκή χαμηλή εσωτερική ζήτηση. Όμως το παραγωγικό καλάθι της Γερμανίας (και ίσως και κάποιων άλλων χωρών του «βορρά») μπορεί να βρίσκει εξαγωγικό διέξοδο, αλλά για τους δομικά αδύνατους εταίρους της, τους επιβαρυμένους με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, το αποτέλεσμα θα είναι η παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα. Οι συνέπειες για την συνοχή της ευρωζώνης, στην περίπτωση αυτή, θα είναι οδυνηρές. Η νομισματική ένωση έχει έρθει αντιμέτωπη με μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Αυτή δεν είναι άλλη από το αν και πώς θα επιτυγχάνεται ένας σταθμισμένος ρυθμός επέκτασης της συνολικής ζήτηση της Ευρωζώνης, ώστε να αντισταθμίζεται το εσωτερικό χάσμα ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται από το σκληρό νόμισμα.

Όλα αυτά τα διέγνωσαν οι διαβόητες αγορές και χτυπούνε ανελέητα στην περίπτωση της Ελλάδας, επειδή έχουν πειστεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει, στο παρόν και το άμεσο μέλλον, μια ενιαία πολιτική βούληση της Ευρώπης, η οποία θα λύσει τα προβλήματα που γεννά, εντός της Ευρωζώνης, η αντίθεση «βορρά-νότου». Αν λοιπόν η Ελληνική κυβέρνηση με τα μέτρα που πήρε και αυτά που δρομολογεί «διάβηκε το Ρουβικώνα», με την εθνική πολιτική και κοινωνική βούληση να συγκλίνουν, έστω και υπό πειθαναγκασμό, σε ένα δύσκολο εγχείρημα για ταχεία δημοσιονομική επαναφορά, η αξιοπιστία, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρωζώνης, υπονομεύεται από την αδυναμία όλων των υπολοίπων κυβερνήσεων να πείσουν τη Γερμανία πως οδηγεί την Ευρωζώνη σε αδιέξοδο. Για να καμφθεί η Γερμανική εμμονή, αναγκάστηκε, για πρώτη φορά, ο Κεντρικός Ευρωπαίος Τραπεζίτης κύριος Ζαν Κλωντ Τρισσέ, ως ταγμένος φύλακας του ενιαίου νομίσματος, να ασκήσει επιδεικτικά τα δικαιώματα της ανεξαρτησίας του, εκβιάζοντας ένα τέλος σε μια διαπραγμάτευση που αποτυπώνει ακριβώς την αντίθεση «βορρά-νότου» στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, με συνοδοιπόρους τον Εμανουέλ Μπαρόζο και τον Πρόεδρο Χέρμαν Βαν Ρομπάι. Παρά το ότι πολύ πειστικά και γλαφυρά ο Τζωρτζ Σόρος, από την πλευρά των «αγορών», επεσήμανε πως η προσφορά ρευστότητας με επιτόκια τιμωρίας, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, επιδεινώνει το πρόβλημα της φερεγγυότητάς της, η Γερμανία οδήγησε σε μια «τεχνική συμφωνία» υψηλού κόστους για την Ελλάδα, με ένα «μηχανισμό στήριξης» τον οποίο υπονομεύει ασύστολα. Παρά τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης για την επίσπευση των διαρθρωτικών μέτρων, οι αγορές μετρούν περισσότερο το ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, κύριος Σόιμπλε, επιμένει να μη χορηγηθεί πίστωση χωρίς την έγκριση του Γερμανικού Κοινοβουλίου και στις ενδεχόμενες διαστάσεις απόψεων με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για τους όρους του δανείου.

Το Βερολίνο δεν αγνοεί πως τα προβλήματα συνοχής δεν τα λύνουν οι αγορές, αλλά η σαφής πολιτική βούληση. Αυτή τη βούληση προφανώς δεν την έχει. Στον πυρήνα της γερμανικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται η ηθικολογική αντίληψη περί τιμωρίας, η οποία βρίσκει μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό της Γερμανίας, σε λαϊκά στρώματα, που έχουν υποστεί τις συνέπειες της συσταλτικής οικονομικής πολιτικής που έχει ακολουθήσει η κυρία Μέρκελ. Η πρόσκληση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στον «μηχανισμό στήριξης» παρά την εμφανή δυσφορία της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του επικεφαλής της Ευρωζώνης Ζαν Κλωντ Γιούγκερ, δείχνει την απροθυμία των Γερμανών να δεχθούν πως το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πολιτικό πρόβλημα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι ή λεγόμενη «πολιτική στήριξη», αυτό-ακυρώνεται, για να επιτρέψει στις «αγορές» να επιδείξουν την παντοδυναμία τους. Η Ελλάδα δεν αρκεί να πάρει μόνη της μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και δεν αρκεί να τα εφαρμόζει με την διαδικασία επιτήρησης που προβλέπεται για κάθε (ισότιμο) μέλος, που αστοχεί στην τήρηση των όρων του συμφώνου σταθερότητας. Πρέπει να οδηγηθεί σε ένα μηχανισμό, όχι στήριξης αλλά ελέγχου, που θα περιορίζει με τρόπο κατασταλτικό τα κυριαρχικά της δικαιώματα, προς διασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών της. Αυτός είναι ο Πατερναλιστικός Καπιταλισμός και δεν αποδέχεται την οποιαδήποτε πολιτική ανακοπή της απόλυτης ελευθερίας του «βορρά» να στραγγαλίσει μια οικονομία του «νότου». Το μέγιστο διακύβευμα λοιπόν, δεν είναι το ύψος το μισθών ή η διάρκεια της ύφεσης, αλλά η μακρόχρονη φαλκίδευση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας μας.

Αν έτσι είναι τα πράγματα, τότε γιατί η Ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε με τόση επιμονή την δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού που όλοι απεύχονται την ενεργοποίησή του; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η Γερμανία δεν ήθελε ποτέ την ύπαρξη ενός οποιουδήποτε μηχανισμού. Προτιμούσε την «παράδοση» της Ελλάδος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως έκανε η Ευρωπαϊκή «μητρόπολη» σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής «περιφέρειας», όπως η Ουγγαρία και η Λετονία. Η Ελλάδα γαντζωμένη στο Ευρώ, κάνει το θέμα της κυριαρχίας της πρόβλημα κυριαρχίας της Ευρωζώνης, επιζητά δηλαδή να εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθερότητας, όσο σκληρό και αν είναι, ως μέλος του Ευρωπαϊκού «βορρά». Η μετατροπή του δικού μας προβλήματος σε πολιτικό πρόβλημα της Ευρωζώνης, είναι ο μόνος δρόμος προάσπισης της, έστω περιορισμένης, κυριαρχίας μας, αλλά και της δυνατότητας συμμετοχής μας στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση πολιτικών της ευρωπαϊκής ανάκαμψης. Αυτό το δρόμο ακολούθησε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, καταβάλλοντας μια πραγματικά μεγάλη διπλωματική προσπάθεια, η οποία ασφαλώς δεν μπορούσε να είναι ευθύγραμμη στην ανάπτυξή της και στα αποτελέσματά της. Πολλοί, δομικοί παράγοντες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, θα ήθελαν αυτό να μην επιτραπεί. Για το λόγο αυτό ο Επίτροπος Όλι Ρεν, υποχρεώνεται να απαντά πως δεν προβλέπεται η αποπομπή μέλους από το Ευρώ και να προσθέτει πως αυτό θα ήταν αντίθετο στη βούληση των ιδρυτών της Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό πως ερωτηθείς αν ανησυχεί για ενδεχόμενη διάσταση απόψεων ως προς το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης της Ελλάδας, ο Ζαν Κλώντ Γιούνκερ απάντησε ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ θα πρέπει να κατευθυνθούν προς μία κοινή στρατηγική και πως σε τελική ανάλυση, όλα αυτά θα τα συζητήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το Ταμείο. Αλλά και με ιδιαίτερο νόημα είπε: «Εγώ όπως γνωρίζετε, ποτέ δεν υπήρξα ένθερμος θιασώτης της εμπλοκής του ΔΝΤ, αφήνω λοιπόν στη διακριτική ευχέρεια αυτών που ζήτησαν την εμπλοκή, να χειριστούν αυτήν την υπόθεση». Φαίνεται λοιπόν πως η Ευρωπαϊκή Ιδέα, κάνει τους εκάστοτε θεματοφύλακές της, φυσικούς σύμμαχους του «νότου». (Ας μην ξεχνάμε τον Ζακ Ντελόρ και τα πακέτα σύγκλισης).

Όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα τελικά θα υποχρεωθεί να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης, προκειμένου να κοπάσει η διαρκής και αγωνιώδης διελκυστίνδα των επιτοκίων και να γίνει δυνατός ο σχεδιασμός ενός αναπτυξιακού διεξόδου. Δεν πιέζει μόνο το κρατικό δανειακό πρόγραμμα αλλά και το γεγονός πως ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμη την παράταση αυτής της αβεβαιότητας. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαπραγματεύσιμες διορθώσεις του, αυτό που ο μηχανισμός μπορεί τελικά να εξασφαλίσει είναι ακριβώς το κλίμα, μέσα στο οποίο η Ελλάδα θα μπορέσει να ακολουθήσει τους εταίρους της σε νέες πολιτικές ανάκαμψης. Όμως πρέπει να είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευτεί τον μηχανισμό στήριξης, αλλά αυτός εξίσου μπορεί να γίνει βρόγχος. Η αναπόφευκτη κοινωνική αναστάτωση μπορεί να γίνει έκρηξη και το δημοσιονομικό πρόβλημα μπορεί να γίνει αιτία για την αποδιάρθρωση της εσωτερικής αγοράς, η οποία ήδη απειλείτε με κατάρρευση της εμπορικής πίστης. Αυτό δεν αντιμετωπίζεται με «φιλολαϊκά» μερεμέτια, που τελικά οδηγούν σε φαύλο κύκλο. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε ότι ως τώρα ήταν δεδομένο. Τα μέτρα ανάπτυξης πάνω στο παλιό γνωστό ελληνικό μοντέλο, δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα. Ο πολιτικός χρόνος θα προσθέτει η θα αφαιρεί στο κόστος των επιτοκίων. Με την στέρηση των νομισματικών εργαλείων, την αδυναμία δημοσιονομικής επέκτασης και με ασφυκτική πίεση στη ρευστότητα του ιδιωτικού τομέα, η κυβέρνηση έχει δυο πράγματα να κάνει, πέρα από τα ταμειακά μέτρα και τα μέτρα διάρθρωσης. Το ένα αφορά πεδίο της Δημόσιας Διοίκησης και των αιτίων της παθογένειάς του, δηλαδή μια πραγματική αλλαγή στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Το δεύτερο είναι να πείσει και να εμπνεύσει μέσω αυτών των αλλαγών την κοινωνία, να συναντηθεί μαζί της πολιτικά, γκρεμίζοντας τα πελατειακά σχήματα και παραμερίζοντας τους μεσολαβητές. Είναι οι προϋποθέσεις για να βγουν οι Έλληνες από την κρίση, να ανακτήσουν το χαμένο ηθικό τους και προασπίσουν την εθνική τους κυριαρχία με μια νέα κοπιαστική, ανηφορική αλλά ελπιδοφόρα πορεία. Αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης δεν μπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή του πολιτικού μοντέλου. Μόνο έτσι θα ανοίξει ο δρόμος των επενδύσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, ο ευρωπαϊκός «βορράς» θα μας θεωρήσει ως «μωρή παρθένα» και θα μας κλείσει την πόρτα του νυμφώνα της ανάπτυξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: