ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (3/5)


Μέρος Τρίτο: Συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα


Στο προηγούμενο μέρος εισαγάγαμε την «αρχή της κλίμακας», ως ενός από τα μυστικά στην προσπάθεια μιας αυθεντικής σύνθεσης του τουριστικού μας προϊόντος, ώστε να υπάρξει εκείνη προστιθέμενη αξία που είναι έτοιμοι να αμείψουν, ως ιχνηλάτες μιας παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ταξιδιώτες που αναζητούν την ποιότητα και το «ευ ζην». Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει το πλουσιότερο μίγμα προϊόντος από κάθε άλλη περιφέρεια της Ελλάδας (όπως δείχνει και η βαθμολογία της για την, εν δυνάμει, ικανοποίηση των προτεραιοτήτων, από την πλευρά της ζήτησης, στην επιλογή τουριστικού προορισμού). Ωστόσο, η ζήτηση και η προσφορά της περιφέρειας μας πλήττεται από τις παθογένειες του τουριστικού μοντέλου που επικράτησε στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες. Το ζητούμενο είναι μια διαχείριση της προσφοράς, που θα δώσει στην περιφέρεια ένα νέο μοντέλο, ικανό να επιτρέψει στον τουρισμό της να ξεφύγει από το τέλμα αυτών των προβλημάτων και να είναι γίνει ανταγωνιστικός και σε μάκρος βιώσιμος.

Πριν προχωρήσουμε, γίνεται απαραίτητη η προσέγγιση της δύσκολης και πολυδιάστατης έννοιας της ποιότητας των υπηρεσιών, που ασφαλώς δεν θα πρέπει να την μπερδεύουμε με την πολυτέλεια. Η ποιότητα υπηρεσιών αναφέρεται στη λειτουργική και αισθητική πληρότητα που στηρίζουν οι υποδομές και το προσωπικό. Η ποιότητα δεν είναι στατική έννοια και ο προσδιορισμός της υπόκειται σε μια και μόνη, αδιάψευστη παράμετρο, που είναι η αντοχή στη μακρόχρονη αξιολόγηση και αμοιβή της από την αγορά. Η στρατηγική του δικού μας τουριστικού προϊόντος δεν μπορεί να είναι άλλη από την διεκδίκηση μιας υψηλής αξιολόγησής του και αμοιβής του, από την εξωτερική, αλλά και την εσωτερική αγορά. Είναι ίσως απαραίτητο να διευκρινιστεί εδώ, ότι η διεκδίκηση υψηλής αμοιβής δεν σημαίνει αλόγιστη ή τυχοδιωκτική τιμολογιακή πολιτική. Αντίθετα σημαίνει αιτιολόγηση μιας προσεχτικής τιμολόγησης των υπηρεσιών και υποστήριξη μιας μακράς βιωσιμότητας. Τα φαινόμενο της ακριβής τιμολόγησης υπηρεσιών οι οποίες δεν προσφέρονται παρά ως μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση, επιφέρουν σοβαρό πλήγμα στη συνολική εικόνα του προϊόντος μας. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανεπαρκές σύστημα σηματοδότησης του ΕΟΤ, αλλά και με τα σύνδρομα συμπλεγματικής αντίληψης και συμπεριφοράς κατά την παροχή των υπηρεσιών. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τουρισμός σημαίνει, πρώτα και πάνω από όλα, υπηρεσίες. Η επιδίωξη της προσέλκυσης τουριστών υψηλής κατά κεφαλή τουριστικής δαπάνης, δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα υπερτιμημένο προϊόν, με πενιχρή προστιθέμενη αξία, που επιδιώκει να εξαργυρώσει ακριβά τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, του φυσικού κάλλους και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σήμερα η αγορά, αναδεικνύει ως ανταγωνιστικό και ταυτόχρονα υψηλά αμειβόμενο, εκείνο το προϊόν που διαφοροποιεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του από τις μορφές μαζικού τουρισμού, παρέχει υπηρεσίες που απευθύνονται εξειδικευμένα σε κατηγορίες ή και ειδικές ομάδες επισκεπτών, επιτυγχάνει την προσωποποίηση και εξατομίκευση της τουριστικής εμπειρίας και διαθέτει οπωσδήποτε μια έγκυρη -και μάλιστα ολική- πιστοποίηση ποιότητας. Αυτό σημαίνει πως για μια συστηματική σύνθεση του συνολικού τουριστικού προϊόντος απαιτούνται: η περαιτέρω αναβάθμιση των υποδομών, η εισαγωγή καινοτομιών, η εκπαίδευση του προσωπικού, η δόμηση υπηρεσιών σχετικών με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και η διασύνδεση των παρερχομένων τουριστικών υπηρεσιών με την τοπική παραγωγή (αγροτική-βιοτεχνική-χειροτεχνική), μέσα από μορφές συνεργατικότητας και δικτύωσης. Η σύνθεση αυτή θα επιτυγχάνει τη διαφοροποίηση και την εμπλουτισμένη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος, με την αξιοποίηση και των λεγόμενων εναλλακτικών μορφών τουρισμού, κυρίως όμως με την αξιοποίηση δια-κλαδικών συνεργιών. Οι μορφές αυτές μπορούν να αποτελούν συμπληρωματικό στοιχείο, που θα αξιοποιεί ιδιαίτερα γνωρίσματα και στοιχεία των τοπικών προορισμών, πάνω στον κύριο χαρακτήρα του τουριστικού προϊόντος της περιφέρειας.


Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως, η στρατηγική της τουριστικής ανάπτυξης στην Πελοπόννησο, πρέπει να επιχειρήσει τη συνάντησή της με την ζήτηση, για ένα προϊόν που θα έχει ως κεντρικό άξονα του σχεδιασμού του την «περιήγηση». Ο «περιηγητικός τουρισμός», αποτελεί την μορφή τουρισμού που ταιριάζει κατεξοχήν στα χαρακτηριστικά της Πελοποννήσου ως προορισμού και μπορεί να αξιοποιήσει όλα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα που διαθέτει. Εξάλλου, αυτό είναι το προϊόν για το οποίο οι κυριότερες αγορές προέλευσης των επισκεπτών μας, φαίνεται πως είναι έτοιμες να διαθέσουν μια μεγάλη δαπάνη (τη δεύτερη σε μέγεθος και προτεραιότητα μετά από αυτή για «ήλιο και θάλασσα»). Πολλές άλλες μορφές τουρισμού μπορούν να ενταχθούν σε ένα περιηγητικό τουριστικό προϊόν, ενώ αυτό μπορεί να είναι συμβατό και ελκυστικά συμπληρωματικό, με τις περισσότερες προτεραιότητες επιλογής προορισμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε προϊόντα και υπηρεσίες που αφορούν τον πολιτισμό, τη γαστρονομία, την εκπαίδευση και τον αθλητισμό.


Μια τέτοια στρατηγική επιλογή, χωρίς να απαρνηθεί, το (παρά τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας με άλλους Μεσογειακούς προορισμούς) ισχυρό «ήλιος και θάλασσα», θα αναδείξει ως ενιαίο προορισμό το φυσικό και πολιτιστικό ανάγλυφο και θα αλλάξει το τουριστικό ανάγλυφο της Πελοποννήσου, εξισορροπώντας την συγκέντρωση της προσφοράς, τις αναλογίες στη σχέση αλλοδαπής και εσωτερικής ζήτησης κατά περιοχή, την έντονη εποχικότητα, καθώς και τα μέσα και οριακά κοστολόγια. Θα φέρει τη δικτύωση και συνεργατικότητα, ως παράγωγα της και θα απεγκλωβίσει τις προσπάθειες εμπλουτισμού του τουριστικού προϊόντος, από τις εντός των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων προστιθέμενες υπηρεσίες (διαχέοντας το τουριστικό προϊόν και το οφέλη του). Όμως αυτό θα σημάνει πως το σύνολο των υποδομών και των υπηρεσιών που θα προσφέρονται σε ένα τέτοιο στρατηγικό σχεδιασμό (από το οδικό δίκτυο ως τη σήμανση και ως τις δημόσιες τουαλέτες, από τις συνθήκες επισκεψιμότητας ενός αρχαιολογικού χώρου ως το φωτισμό ενός μουσειακού εκθέματος και τη διαθεσιμότητα ενός οδηγού, από το πρωινό ενός ξενοδοχείου ως την είσοδο ενός τυροκομείου και ως το τραπεζομάντιλο μιας ταβέρνας), θα πρέπει να ανταποκρίνονται στην λειτουργική και αισθητική πληρότητα που ορίζουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών.


Η ανάπτυξη μιας τέτοιας στρατηγικής διαχείρισης του προσφερόμενου προϊόντος, βαραίνει πρωτίστως την αυτοδιοίκηση και κυρίως την Περιφερειακή. Η αλλαγή μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Είναι μια πολύ βαθειά αλλαγή που θα φέρει και ανατροπές, θα έχει τις δικές της απαιτήσεις, θα πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της αγοράς και απαιτεί σύντονες ενέργειες για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: