ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Οικονομία, παράνοια και Πολιτική


Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν καταφέρει να επιβάλουν στα κράτη όχι μόνο να μην υπάρχουν ρυθμίσεις και περιορισμοί στο μέγεθος και τις μεθόδους μόχλευσης, αλλά και τα κράτη να γίνονται ανάδοχοι των συνεπειών του αλόγιστου ρίσκου και της απληστίας τους.  Το χρέος και το έλλειμμα, αφού συγχωνεύσουν τις κεφαλαιακές απώλειες των τραπεζών, μετατρέπονται, από μέσα άσκησης οικονομικής πολιτικής, σε στόχους. Αν και, όπως διδάσκονται οι οικονομολόγοι, οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής δεν είναι άλλοι από την πλήρη απασχόληση, την σταθερότητα των τιμών και τους ρυθμούς ανάπτυξης, εντέλει τα πάντα καθοδηγούνται στην ανάληψη ενός υπέρτατου στόχου: της εύρυθμης λειτουργίας και αναχρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος.  Εκατομμύρια άνεργοι πληρώνουν το τίμημα αυτής της αναπηρίας. Η αναδιανομή του πλούτου  γίνεται με μια απροκάλυπτη και ενίοτε βίαιη μεταφορά του στην αγορά χρήματος. Τα κοινοβούλια υποβάλλονται σε ασκήσεις «sudocu economics» και οι λαοί βιώνουν αποκοπή της πολιτικής από την ανθρωποκεντρική της φύση.

Εν μέσω μιας μεγάλης παγκόσμιας κρίσης που χαρακτηρίζεται από τα παραπάνω, πολλοί θεωρητικοί οικονομολόγοι αναλώνονται σε σκιαμαχίες ψεύδο-κεϋνσιανών και νέο-μονεταριστικών απόψεων, παραβλέποντας πως στην τελευταία εικοσαετία έχουμε περάσει, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σε ένα νέο πλέγμα οικονομικών υποκειμένων και σχέσεων, τόσο στην παραγωγή όσο και τους όρους ανταλλαγής, που απαιτούν την ανάλυσή τους μέσα σε ένα νέο «παράδειγμα», το οποίο πρώτα από όλα θέτει θέμα κλίμακας για τους οικονομικούς σχηματισμούς, εντός των οποίων μπορεί η πολιτική να είναι ισχυρή έναντι  υπερεθνικών συμφερόντων. Κάποιοι από αυτούς περιφέρουν τα «μαντζούνια» τους ως πραμάτεια προς κομματικές, κυβερνητικές και άλλες χρήσεις. Θύμα τους υπήρξε και η Ελλάδα, πριν  οι αγορές την στοχοποιήσουν. Όσο καταστροφική είναι η ιδέα της λιτότητας εν μέσω ύφεσης, σε μια οικονομία με πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο και ισχυρή νομισματική πολιτική, τόσο επικίνδυνη αποδείχτηκε η εμμονή σε επέκταση, για μια χώρα που έχει ελλειμματικά  όλα της τα ισοζύγια, έχει εξωφρενικά υπερβεί τις  δεσμεύσεις για τα δημοσιονομικά της μεγέθη και έχει εκχωρήσει τη νομισματική της πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί μια εκρηκτική δυναμική χρέους  και στη συνέχεια η χώρα  να βρεθεί παντελώς απροετοίμαστη και άναυδη εμπρός στον αποκλεισμό της από τα χρήματα των αγορών. Επιπλέον, ο στρουθοκαμηλισμός των Ελλήνων πολιτικών,  τους οδήγησε σε μετεωρισμό ανάμεσα σε «ήπιες προσαρμογές» και «επανεκκινήσεις», σε εξορκισμούς των δεδομένων και φρούδες ελπίδες πολιτικών βολονταρισμών, δημιουργώντας ένα μεγάλο έλλειμμα αξιοπιστίας. Το να υποχρεωθεί η Ελλάδα σε έναν οδυνηρό αποπληθωρισμό είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί, μέσα στο αδυσώπητο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Το ότι η Ευρώπη χειρίστηκε την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με πλήρη διαφύλαξη των δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και σε βάρος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Το κακό είναι ότι, ως να μην πέρασε μια μέρα, δεξιόθεν και αριστερόθεν ακούγονται τα «οικονομικά της νοσταλγίας», γεμάτα από προτάσεις που θα μπορούσαν να αφορούν τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Δεν υπάρχει καμία ασφαλέστερη πορεία προς τον όλεθρο σήμερα,  από το να πιστεύεις πως μπορείς να ασκήσεις οικονομική πολιτική ως αν είχες να κάνεις με μια «κλειστή» οικονομία.

Το χειρότερο όμως είναι πως η κρίση και ο αποπληθωρισμός αποκτούν επίμονα πολιτικά χαρακτηριστικά.  Το ήθος της δημοκρατίας υποχωρεί σε Ευρωπαϊκό αλλά και Εθνικό επίπεδο,  τόσο όσο αφορά τη λειτουργία θεσμών, όσο και μέσα από τις μεθόδους που μετέρχονται όσοι προωθούν έναν ασυνάρτητο ακτιβισμό, ως δήθεν έκφραση του λαϊκού αυθόρμητου. Βέβαια στην Ελλάδα η οργή κατά των πολιτικών και του πολιτικού συστήματος έχει ως αφορμή τις κοινωνικά διαλυτικές συνέπειες της διαδικασίας εσωτερικού αποπληθωρισμού, όπως την βίαιη υποτίμηση -ως και απαξίωση- περιουσιών, την συρρίκνωση –ως και ανυπαρξία- εισοδημάτων, την προϊούσα εξαφάνιση της μεσαίας τάξης και τον αποκλεισμό εντέλει, ενός σημαντικού μέρους του ενεργού πληθυσμού,  από την παραγωγική  διαδικασία και τον οικονομικό βίο. Ωστόσο, ο θυμός των πολιτών έχει την πηγή του στις ετερόνομες σχέσεις που είχαν οι ίδιοι δομήσει και αναπτύξει στον πολιτικό τους βίο. Η αντιστροφή των συναισθημάτων που επικυριαρχούνται από αυτόν το θυμό, οδηγεί σε μια παρανοϊκή αντίληψη και συμπεριφορά, που καταλήγει σε ένα παραληρηματικό μείγμα εθνικισμού, λαϊκισμού και ακράδαντης πίστης πως αλλότριες, μυστηριώδεις και σκοτεινές δυνάμεις συνωμοτούν κατά του «περιούσιου» έθνους των Ελλήνων. Πολιτικοί που αρθρώνουν τον παραληρηματικό αυτό λόγο, συναντούνται με σχετικά μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων, με κοινό τόπο την άρνησή  τους να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν την δική τους ευθύνη, λόγω της συμμετοχής στο φαύλο κύκλο ενός «ημαρτημένου» πολιτικού βίου και ενός «παρεκβατικού» πολιτεύματος, που αναφέρεται ως «πολιτικό σύστημα». Παράλληλα, οι ηγεσίες που κατέχουν τα πολιτικά συστήματα στην Ευρώπη -και όχι μόνο- δεν καταφέρνουν να ελέγξουν  ή να αντιμετωπίσουν υπερεθνικές δυνάμεις και μέσα στο δικό τους παραλήρημα παρανοϊκής αντίληψης της ισχύος, λοιδορούν, απειλούν και διολισθαίνουν σε πολιτικό λόγο και πράξεις ενός αντίστοιχου μείγματος εθνικισμού και λαϊκισμού.

Η Ελλάδα, χώρα μεσογειακή, βαλκανική και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα, έτυχε να είναι ιστορικά το πρώτο υβριδικό κράτος-έθνος, τον 19o αιώνα και να γίνεται το πρώτο, εμπειρικά και πειραματικά, κράτος  του οποίου η κυριαρχία συναιρείται, στο όνομα ενός, δίχως πόλεμο, επανακαθορισμού των οικονομικών - κοινωνικών σχηματισμών  και πολιτικών κυριαρχιών, τον 21o  αιώνα.  Αναμφίβολα στο νέο «παράδειγμα» οφείλουμε να πάμε πολύ μακρύτερα από τις επικλήσεις των κλασικών της πολιτικής οικονομίας. Η πορεία από τις Ιταλικές δημοκρατίες και ηγεμονίες ως τα κράτη-έθνη,  είχε ως οδικό χάρτη την κεντρική ανθρωπολογική άποψη του Διαφωτισμού για τον «οικονομικό άνθρωπο», την κοινωνική άρθρωση ως αντιστοίχιση προς την οικονομική βάση, την πολιτική ως άσκηση ισχύος, τα πολιτεύματα ως αντιστοίχιση προς την κοινωνική διάρθρωση, την ηθική ως ιδιωτική υπόθεση και το κοινό αγαθό ως ισοζύγιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι διαμορφώθηκαν εν πολλοίς οι κοινωνικοί σχηματισμοί με τις αντίστοιχες κρατικές κυριαρχίες. Στα νέα δεδομένα κίνησης κεφαλαίων, αγαθών και εργασίας, δηλαδή σε αυτό που νοούμε ως «παγκοσμιοποίηση», το σχήμα οικονομία-κοινωνία-πολιτική επανακαθορίζεται, σε βαθμό που στην Ευρώπη σήμερα, οι σφαίρες αυτές  δεν συμπίπτουν πλέον με τις σφαίρες κυριαρχίας. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις τρείς σφαίρες, ανατρέπει πολλές βεβαιότητες, πεποιθήσεις και ιδεολογήματα που κυριάρχησαν και αντιπάλεψαν στους δυο προηγούμενους αιώνες. Έτσι η Ευρώπη συνειδητοποιεί αργά αλλά σταθερά, πως πρέπει να θέσει την οικονομία στην υπηρεσία κάποιου ευρύτερου σκοπού, με μεγαλύτερο πολιτικό νόημα από ότι ένα σύμφωνο στήριξης της νομισματικής της ισχύος. Αλλιώς κανενός είδους συμφωνίες, επιβαλλόμενες μάλιστα μέσω εκβιασμών, δεν θα είναι βιώσιμες.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται ενόψει μιας νέας μεταπολίτευσης, που προαναγγέλλει η μεγάλη ρευστότητα προ των επικείμενων Ελληνικών εκλογών, δεν είναι πως θα κατακερματιστούν οι πολιτικοί φορείς, αλλά το πώς θα ξεκινήσει ένας νέος πολιτικός διάλογος,  απαλλαγμένος από ιδεολογικές αγκυλώσεις και στερεότυπα και συνοδευόμενος από πράξεις, που θα επιτρέψει στην πολιτική να λάβει ηγεμονική θέση στην επίλυση των ζητημάτων κυριαρχίας αφενός και στα ζητήματα πολιτειακής αναγέννησης στην Ευρώπη αφετέρου. Ίσως να μπορούσε η κρίση να δώσει την ευκαιρία στην Ελλάδα να πρωτοπορήσει εντός του νέου «παραδείγματος» και να το επηρεάσει. Ένας συνεκτικός πολιτικός βίος δεν είναι απλώς ο μόνος δρόμος επιτυχούς εξόδου από τη δραματική δοκιμασία της κοινωνικής και οικονομικής μας συνοχής, αλλά και το κλειδί μιας ισότιμης συμμετοχής μας στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Όμως αυτό απαιτεί την φιλοσοφική επαναφορά της θεώρησης το ανθρώπινου όντος ως «έλλογου πολιτικού ζώου». Στην περίπτωση αυτή ο οικονομικός μας βίος θα κατευθυνόταν από την άσκηση της πολιτικής για την επίτευξη του «κοινού αγαθού». Όσο δύσκολο ή και απίθανο μας φαίνεται κάτι τέτοιο, ας το αναζητήσουμε με φρόνηση.  Αρκεί να γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο δεν απαιτεί μόνο την ανάταξη του πολιτικού προσωπικού αλλά και την συγκρότηση «πολιτείας», δηλαδή το πρόταγμα της ηθικής συγκρότησης μιας πολιτικής κοινωνίας.  Κι αν φοβόμαστε πως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις παιδείας που θα παρείχε το σθένος για την απόπειρα του εγχειρήματος, ας ψάξουμε μέσα μας βαθειά, στις ρίζες της κληρονομιάς μας, για την αφύπνιση  του πολιτικό μας έρωτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: