ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

ΜΑΚΡΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ ΜΑΣ



Οι αδυναμίες του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού συντονισμού είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, με δεδομένο το βάρος των σημερινών προκλήσεων. Αυτό απαιτεί ένα επίπεδο διεθνούς συνεργασίας που σήμερα δεν φαίνεται πουθενά. Σε παλαιότερες εποχές, καταστάσεις όπως η παρούσα θα σήμαινε, με κάθε βεβαιότητα, πόλεμο. Ο σημερινός αλληλεξαρτώμενος και πολυπληθής κόσμος θα περάσει από ένα σκληρό στάδιο ανταγωνισμού πριν την ανάδειξη κάποιου είδους ισορροπίας. Μια εποχή οικονομικών αναταραχών που δεν ξέρουμε ούτε πόσο θα διαρκέσει, ούτε ως που θα φθάσει. Βέβαια αν και υπάρχουν άλλες προκλήσεις που είναι ακόμα πιο σημαντικές, οι περιπέτειες και η έξοδος Ευρωπαϊκών χωρών από τις αγορές ομολόγων, μας πηγαίνει πρώτα στη συνεχιζόμενη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και τις αλεπάλληλες κρίσεις που εκδηλώνονται. Κάθε μία από αυτές τις κρίσεις ξεκίνησε με μια επεκτατική πολιτική, που οδήγησε σε «φούσκες». Έχει πλέον γίνει σαφές, πως στη σημερινή σύγχυση και τα αδιέξοδα, έχουν οδηγήσει τα εμπορικά και συναλλαγματικά πλεονάσματα της Κίνας (και δευτερευόντως της Γερμανίας) και η ακατάσχετη κερδοσκοπική μόχλευση, των πιστώσεων που αυτά προσέφεραν προς τις ελλειμματικές οικονομίες. Τα ρίσκα που συνόδευσαν αυτή τη μόχλευση υπονόμευσαν τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια. Παράλληλα, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αγκομαχούν σε επικίνδυνα bradefer.
Την τελευταία δεκαετία οι νομισματικές αρχές και οι κεντρικές τράπεζες, με διαφορετικές στρατηγικές η κάθε μία, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ως το μοναδικό σχεδόν εργαλείο (μετά την κατά το μάλλον ή ήττον υποστολή των προστατευτικών δασμών), που διαμορφώνει και ισορροπεί τις σχέσεις ανταλλαγής στο διεθνές εμπόριο. Μόνο που αυτή η προσπάθεια δεν έχει αναφορά σε κάποιο παγκόσμιο σύστημα, αλλά περνά από τις απορρυθμισμένες χρηματαγορές και διαχέεται σε παράγωγα προϊόντα, που στη δομή τους περιέχουν πολύπλοκα στοιχεία και στοχεύουν στην κερδοσκοπική κίνηση και στη μόχλευση κεφαλαίων. Το Δολάριο το Ευρώ και το Γουάν, αγωνίζονται να ισορροπήσουν σ’ αυτό το νέο κόσμο, όπου οι αναδυόμενες οικονομίες των BRICS καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου. Στην Ευρώπη, το πρόβλημα των νομισματικών αρχών για τη σταθερότητα των τιμών, με μια ταυτόχρονη ισοτιμία ικανή να υπηρετήσει την ανταγωνιστικότητα, περιπλέκεται με την (επιτυχή σε μεγάλη έκταση) επιχείρηση του τραπεζικού συστήματος να περάσουν οι ζημιές του, από τις ανακύψασες κρίσεις, στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Παρόλα αυτά, ο έλεγχος της παγκόσμιας οικονομίας έχει τοποθετηθεί στα χέρια των Τραπεζιτών, γεγονός που ενέχει μεγάλους κινδύνους. Συνέπεια αυτού του μπερδεμένου κουβαριού των χρηματοπιστωτικών σχέσεων, η αμερικάνικη Fed τώρα έχει γυρίσει την προσοχή της στην διάσωση της Ευρώπης και μέσω της ανταλλαγής συναλλάγματος, προσφέρει δυνητικά εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από την πλευρά της η Bundesbank, επιχειρεί να επιβάλει στη Ευρώπη το δικό της «ενάρετο» δρόμο, τροφοδοτώντας την Γερμανική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή ηγεσία με δημοσιονομικούς χρησμούς, οδηγώντας σε ύφεση, υπό το δόγμα πως καμία νομισματική επέκταση δεν μπορεί να λύσει τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα. Οι χρησμοί αυτοί κηρύσσουν πως η αληθινή ευημερία απαιτεί αληθινά κεφάλαια, αύξηση της παραγωγικότητας, και αύξηση της αποταμίευσης και των επενδύσεων. Αγνοούν όμως τα αληθινά υποκείμενα της οικονομικής διαδικασίας και παραβλέπουν το νόημα της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Την ίδια ώρα, η Κίνα, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση περί το Ιράν, κατάφερε να παρακάμψει το δολάριο και να πληρώνει μέρος των εισαγωγών πετρελαίου απευθείας με Γουάν, και ξεκίνησε απευθείας συναλλαγές με το Ιαπωνικό Γιεν, επιφέροντας ένα μικρό πλήγμα στο πρώτο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, μεγαλύτερης ενδεχομένως σημασίας από τους κινδύνους από τη συνεχή κοπή νέων ποσοτήτων του από τη  Fed.
Ας στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας στην πραγματική οικονομία. Τις συνόδους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, απασχολεί έντονα η απειλή για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη από τις ανοδικές και υψηλής μεταβλητότητας τιμές των βασικών εμπορευμάτων (του πετρελαίου, του άνθρακα, του χαλκού, του χρυσού, των σιτηρών, του καλαμποκιού, του σιδήρου και πολλών άλλων), οι οποίες από το 2005 υπερδιπλασιάστηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις τετραπλασιάστηκαν. Η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για πρωτογενή εμπορεύματα και ιδίως η αύξηση της ζήτησης της Κίνας ασκεί σοβαρές πιέσεις στα φυσικά αποθέματα των παγκόσμιων πόρων. Στη νέα εποχή της οικονομικής αστάθειας στην οποία ζούμε, τα δεδομένα του διεθνούς εμπορίου έχουν αλλάξει. Από  έναν κόσμο όπου κυριαρχούσε η Δύση (Ευρώπη και ΗΠΑ), έχουμε περάσει σε ένα κόσμο με πολλές περιφερειακές οικονομικές δυνάμεις. Τα κράτη μέλη της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα σε 30 χρόνια έχουν χάσει το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοραστικής τους ισχύος. Ως τα τέλη της δεκαετίας, η χώρες της ΕΕ μαζί με τις ΗΠΑ, υπολογίζεται πως δεν θα ξεπερνούν το 33% της παγκοσμίας αγοραστικής δύναμης , όταν το 1980 έφθαναν το 56%. Αντίθετα, Κίνα και Ινδία από κοινού με τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, ως το τέλος της δεκαετίας αναμένεται πως θα έχουν ισοβαθμήσει τη Δύση, τετραπλασιάζοντας την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από το 1980. Με άλλα λόγια, η οικονομική ισχύς των δυο οικονομικών δυνάμεων της Δύσης, από επταπλάσια που ήταν το 1980, θα είναι ισοδύναμή προς αυτή των δυνάμεων της Ασίας ως το 2020. Στις τελευταίες δεν περιλαμβάνεται η Ιαπωνία, που βρισκόμενη επί εικοσαετία αντιμέτωπη με τα δικά της προβλήματα, με υπερτιμημένο το Γιεν αλλά τρέχοντα ρυθμό αυξησης του ΑΕΠ πάνω από 4,5%, βλέπει για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια, αρνητικό το εμπορικό της ισοζύγιο με την Ευρώπη.
Όλα αυτά, θέτουν ευθέως και πιεστικά το θέμα της ικανοποίησης του αιτήματος των αναδυόμενων οικονομιών για περισσότερη εξουσία στους παγκόσμιους μηχανισμούς αποφάσεων. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, όπως εξελίσσεται, προκαλεί ήδη σοβαρή περιβαλλοντική κρίση και όπως προβλέπουν έγκυροι οργανισμοί, ο 21ος αιώνας θα θέσει τρομακτικά υπαρξιακά θέματα στον πλανήτη, όπως αυτά που αφορούν το περιβάλλον, το κλίμα, τους υδάτινους και ενεργειακούς πόρους και τις μετακινήσεις πληθυσμών οικονομικών μεταναστών.  Ο ανταγωνισμός και η μορφή που θα πάρει αυτός,  για τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο της Αφρικής και άλλων περιοχών, θα πυροδοτήσει πολλές εντάσεις. Παρόλα αυτά, στις φετινές συνόδους του ΔΝΤ της Παγκόσμιας Τράπεζας, των G20 και των G8, το βασικό θέμα ήταν η ευρωπαϊκή κρίση. Από τη στιγμή που η Ευρώπη θέλει  και αναζητά τη διεθνή οικονομική στήριξη της, θα πρέπει να αποδεχτεί όρους που αλλάζουν πτωτικά την θέση και την ισχύ της στα παγκόσμια οικονομικά και πολιτικά φόρα και οργανισμούς. Μετακινούμαστε από έναν μονοπολικό κόσμο με επικεφαλής τις ΗΠΑ, σε έναν πολύ-πολικό κόσμο. Η μετάβαση σε ένα τέτοιο κόσμο έχει το πλεονέκτημα ότι καμιά δύναμη από μόνη της ή έστω μια μικρή ομάδα δυνάμεων, δεν μπορεί να κυριαρχήσει στους άλλους. Ταυτόχρονα ενέχει μεγάλους κινδύνους, επειδή καμιά χώρα από μόνη της ή καμιά περιφερειακή ένωση κρατών δεν μπορεί να ηγεμονεύσει, εγγυώμενη τη παγκόσμια σταθερότητα. Η πολυπλοκότητα των σχέσεων και οι μεγάλες αλληλεξαρτήσεις δημιουργούν εύθραυστες και ασταθείς καταστάσεις.
Σε αυτό το νέο κόσμο, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους δεν απειλεί μόνο την ακεραιότητά της Ευρωζώνης και το ενιαίο νόμισμα. Η  αποκαλούμενη Γηραιά Ήπειρος είναι πολύ πιθανό όχι μόνο να χάσει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική της θέση, αλλά και να μετατραπεί σε παράγοντα αποσταθεροποίησης των διεθνών συναλλαγών. Μετά από μια μακρά εικοσαετή πορεία αλλαγών, προγραμμάτων, διευρύνσεων και συμφωνιών, η σημερινή συζήτηση στην Ευρώπη αιωρείται ανάμεσα στην αμηχανία  και στην νευρικότητα. Η επιμονή των συντηρητικών δυνάμεων σε συνταγές νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, έθεσαν σε αμφιβολία ότι θεωρείται ως «Ευρωπαϊκό Κεκτημένο». Η Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πού μπορούν να οδηγήσουν τέτοιες συνταγές. Αυτή η επιμονή κλονίζεται μετά και την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ. Η περίπτωση της Ισπανίας έφερε τον κόμπο στο χτένι. Η δριμεία κριτική του Ισπανού πρωθυπουργού, Μαριάνο Ραχόι, προς την Bundesbank, έφθασε ως τη φράση «κηρύσσω τον πόλεμο ενάντια στους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρώπης». Οι λύσεις βέβαια που συζητούνται, θέτουν σοβαρότατα θεσμικά θέματα. Ο τεχνοκράτης Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι φαίνεται πως αναλαμβάνει έναν άκρως πολιτικό και σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Ενώ στην Ελλάδα αυτό-παγιδευόμαστε  στα δικά μας διλήμματα, που νομίζουμε πως μπορούμε να τα κάνουμε διλήμματα και των εταίρων μας, και σκιαμαχούμε για την εθνική μας κυριαρχία, η κατάσταση στην Ευρώπη μας έχει ξεπεράσει. Ένα σχέδιο για την υπαγωγή των μεγάλων τραπεζών της Ευρώπης σε μια «τραπεζική ένωση» υπό τον έλεγχο κοινής εποπτικής αρχής, βρίσκεται στο τραπέζι. Ακόμα παραπέρα, οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης συζητούν ανοιχτά για την ομοσπονδοποίησή της και η Ελλάδα κινδυνεύει να μην βρίσκεται σ’ αυτήν τη συζήτηση. Ωστόσο, αν είναι μάλλον απίθανο να δεχτεί η Γερμανία να εγγυηθεί μέσω ευρωομολόγων χρέη οικονομιών που δεν ελέγχει, όπως και τη μετατροπή της ΕΚΤ σε μηχανισμό απορρόφησης  των κρατικών χρεών, είναι εξαιρετικά απίθανο να δεχτούν τα ευρωπαϊκά κράτη να εκχωρήσουν όση από την κυριαρχία τους απαιτείται για μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδοποίηση. Είναι εντούτοις βέβαιο πως είναι υποχρεωμένοι να λάβουν τουλάχιστον σοβαρές και δεσμευτικές αποφάσεις για ένα σχέδιο πολιτικής ενοποίησης, μια Ευρωπαϊκή «συμπολιτεία». Αν αυτή η συζήτηση δεν γίνει άμεσα, σχεδιασμένα και συντεταγμένα, ως μια αξιόπιστη προοπτική, η Ευρώπη κινδυνεύει να βυθιστεί στην άβυσσο της αφερεγγυότητας, που θα επιφέρει τρομακτική καταστροφή στην παγκόσμια οικονομία. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα και o Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έστειλαν με κάθε καθαρότητα το  αγωνιώδες μήνυμα τους και οι Ευρωπαϊκές ελίτ βλέπουν με τρόμο αυτό που ενδέχεται να φέρνει το μέλλον, το οποίο ίσως να μην είναι καθόλου μακρινό. Αυτό είναι που κάνει την Γερμανική κυβέρνηση να υποστηρίζει πως πιθανή αθέτηση των Ελληνικών δεσμεύσεων θα βάλει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή φερεγγυότητα, λέγοντας πως «το ερώτημα  είναι για το εάν οι υποχρεώσεις στη μελλοντική Ευρώπη θα τηρούνται». Ο Πρόεδρος Ολάντ, όπως και αρκετοί άλλοι, μπορεί να έχει τις δικές του, βάσιμες και δικαιολογημένες ενστάσεις για την αυστηρότητα της λιτότητας, αλλά, παρά τις περί του αντιθέτου ψευδαισθήσεις, δεν αφίσταται του περιεχομένου και της αυστηρότητας της παραπάνω γερμανικής θέσης.  Η αξιοπιστία της προοπτικής εξαρτάται από το βαθμό ελέγχου της συνολικής πορείας, αλλά και των «ειδικών» προβλημάτων. Το γεγονός πως καμιά πολιτική συμπεριφορά «απειθαρχίας» δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, πρέπει να θεωρείται εκ των ουκ άνευ. Καμιά διεκδίκηση δεν μπορεί να γίνει με προβολή «Εθνικών» επιχειρημάτων. Όσοι πιστεύουν ότι μπορεί η Ευρώπη να επιτρέψει στην Ελλάδα να υψώσει το μπαϊράκι της έξω από το πλαίσιο μιας γενικευμένης συζήτησης και συγκεκριμένων κατευθύνσεων, γελιούνται οικτρά. Καλά θα κάνουν να σηκώσουν τα μάτια τους από τον ομφαλό τους, πριν να είναι αργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: