ΒΙΑΝ ΔΕ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΜΗ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙΝ ΟΤΑΝ ΑΝΕΥ ΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΜΗ ΔYΝΑΤΟΝ Ή ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗΝ ΗΣYΧΙΑΝ ΔΕ ΑΓΟΝΤΑ ΕΥΧΕΣΘΑΙ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΑΥΤΩ ΤΕ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΛΕΙ

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ιδέες, Είδωλα και Πλάνες


Δίχως σε τίποτα να μειώνουμε τον αγώνα της επανάστασης του 1821, πρέπει να παραδεχόμαστε πως την ύπαρξη του κράτους μας την οφείλουμε, σε μεγάλο βαθμό, στον «φιλελληνισμό» που η  Δύση εκδήλωσε στις αρχές του 19ου αιώνα. Αποκύημα του ρομαντισμού και του ιδεαλισμού που ακολούθησε τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα, ο Δυτικός «φιλελληνισμός» αφορούσε (αν όχι αποκλειστικά, σίγουρα κατά κύριο λόγο ) στην αρχαία Ελλάδα. Αυτήν αναζητούσαν οι Περιηγητές, που έρχονταν πριν την επανάσταση με οργανωμένες αποστολές και περιέγραφαν τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου με τις «παραξενιές» τους. Έλληνες ονόμαζαν οι Δυτικοί μόνο τους αρχαίους. 

Τους Ελληνόφωνους και Ορθόδοξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τους αποκαλούσαν στη Δύση «Γραικούς», όπως και τους Bυζαντινούς, από τότε που με αυτό το επώνυμο τους χαρακτήρισε ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, απευθυνόμενος υποτιμητικά στον Μανουήλ Κομνηνό μετά την ήττα του τελευταίου στο Μυριοκέφαλο από τους Σελτζούκους του Ικονίου. Εξάλλου ακόμη κι αυτός ο Αδαμάντιος Κοραής αυτό το επώνυμο προέκρινε για τη διάκριση του έθνους μας ανάμεσα στις άλλες εθνότητες της Αυτοκρατορίας. 

Η ανακάλυψη του νεοελληνικού Έθνους, εκπήδησε από τα ανά την Ευρώπη σαλόνια των θεραπόντων του διαφωτισμού, διαχύθηκε στην κοινή γνώμη και εισέβαλε στα κέντρα εξουσίας, μάλλον από την έκπληξη, τον θαυμασμό  και τη συγκίνηση που προκαλούσε το γεγονός ότι οι Γραικοί εμφανίστηκαν απρόσμενα με αρετές, ιδεώδη και ηρωισμό αντάξιο των αρχαίων κατοίκων της γης τους. Γρήγορα βέβαια οι περισσότεροι των Ευρωπαίων, που πρόσμεναν ότι αυτοί αντιλαμβάνονταν ως ελληνικό, απογοητεύτηκαν όταν κατάλαβαν πως αρετές και πάθη τούτης της φυλής, προέρχονταν από έναν κόσμο διαφορετικό και εν πολλοίς ακατανόητο σ’ αυτούς.

Οι Δυτικοί Διαφωτιστές δεν είχαν πασχίσει μόνο να χωρίσουν το κράτος από την εκκλησία. Θέλοντας να διακηρύξουν και να κατοχυρώσουν την αυθεντία τους, πάσχισαν να αντιπαρέλθουν την έντονη επιθυμία των ευρωπαϊκών ελίτ, που από  τον 15ο αιώνα διεκδικούσαν να είναι αυτές οι συνεχιστές της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Για να συμβιβάσουν τα παράγωγα του ουμανισμού της Αναγέννησης με τα προτάγματα της δικής τους αντίληψής περί την φύση του ανθρώπου και την πολιτική, προσέφυγαν, κατά τα πρότυπα εκκλησιαστικών πατέρων, στον χρησιμοθηρικό εκλεκτικισμό έναντι των Αρχαίων Ελλήνων. Δεν απέτρεψαν την «ιδέα» των ευρωπαϊκών ελίτ για την «Ελληνική» καταγωγή του πολιτισμού τους, κατάφεραν όμως να την φέρουν στα μέτρα τους.  Έτσι λοιπόν, όπως ανέλαβε η Δύση να επανεκδώσει και αξιοποιήσει τα κείμενα της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, έτσι ήταν φυσικό να αναλάβει, σαν δική της ιστορική αρμοδιότητα και πολιτισμική ευθύνη, τον 19ο αιώνα, την επανίδρυση - επανένταξη της ελληνικής παρουσίας στο γίγνεσθαι της Ιστορίας. Ευνοήθηκε λοιπόν η δημιουργία ενός ελάχιστου κρατικού μορφώματος, ενός «φραγκολεβαντίνικου» υβριδίου υπό την εποπτεία της Δύσης, φέρον το όνομα «Ελλάς» αλλά και Greece. Και οι ντόπιοι οι ταλαίπωροι, ψάχνουνε έκτοτε την «Ιδέα» για τον εαυτό τους.

Η «Μεγάλη Ιδέα», ως έκφραση του ελληνικού εθνικισμού, εκπροσωπούσε τις πολύμορφες ανάγκες ενός νεαρού έθνους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ανασκευή της «ιδέας» που περιεχόταν  στις διακηρύξεις των περί τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας, που με αυτή συσπείρωναν τους βυζαντινούς και ετοίμαζαν την ανακατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους και τους Λατίνους. Για την ανασύσταση της και την υποστήριξη του αναγκαίου μύθου πάνω στον οποίο δομήθηκε, απαιτήθηκε η απόδειξη της ενότητας του Ελληνισμού στον χώρο και τον χρόνο και η αδιάσπαστη συνέχειά του, που την ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος. Η επιρροή που άσκησε, είχε τον χώρο και τον χρόνο να επιβάλλει καθοριστικά και δεσμευτικά απόψεις που προβληματίζουν ακόμη και σήμερα την ελληνική κοινωνία. Αν και φορτώσαμε πολλά στους Οθωμανούς για το κακό το ριζιμιό μας και τις αναπηρίες του πολιτικού και κοινωνικού μας βίου, τελικά αντικρούσαμε την ιδέα του «Γραικού» με αυτήν του «Ρωμιού», του Ελληνόφωνου Ορθόδοξου Χριστιανού της ύστερης Ανατολική Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε πεισματική αντιπαλότητα με την Δυτική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τους Φράγκους, τους Ενετούς και εν γένει τους Λατίνους, με έμβλημά αυτό του Δικέφαλου Αητού των Παλαιολόγων. 

Θα κατανοήσουμε πληρέστερα την ανάγκη και το περιεχόμενο της «Μεγάλης Ιδέας», αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση της Ελένης Γλυκατζή-Αρβελέρ ότι οι Ρωμιοί είναι το μόνο νέο βαλκανικό έθνος που δεν ελευθέρωσε την κοιτίδα του, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, αναγκαζόμενο να επιλέξει ως πρωτεύουσά του το ασήμαντο χωριό της  Αθήνας, για την οποία ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας οραματιζόταν μια νέο-κλασσική «αναπαράσταση» του αρχαίου κλέους. Η δια βαυαρικού διατάγματος ανάδειξη της Αθήνας ως νέας «Βασιλικής Καθέδρας και Πρωτεύουσας» σήμανε και την οικειοποίηση ενός ένδοξου παρελθόντος που είχε από αιώνες λησμονηθεί. Ακόμη και το αττικό τοπίο είχε ερημωθεί σε βαθμό που ο Μιχαήλ Χωνιάτης θρηνεί με επίγνωση: «Όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος˙ γνώρισμα δ’ αυτών ουδ’ αμυδρόν τις ίδη.» 

Εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, η «Μεγάλη Ιδέα» εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς αυτό που ο Χρήστος Γιανναράς προσδιορίζει ως «το όραμα να αναστηθεί και ξαναζήσει ο Ελληνισμός, με όρους αυτεξουσιότητας και ιδιοπροσωπίας, στα εδάφη όπου, αιώνες αιώνων, ανθούσε ο «τρόπος» και η γλώσσα των Ελλήνων». Ωστόσο, η Μεγάλη Ιδέα έμεινε ως επί το πλείστον έννοια αόριστη και νεφελώδης. Το περιεχόμενο του αλυτρωτισμού της είχε τις ρίζες του ως την Φραγκοκρατία ή και νωρίτερα. Στο βάθος της φωλιάζει η ιδέα του Περιούσιου Λαού, του ελέω Θεού  ακατάλυτου της Αυτοκρατορίας και κατά προέκταση η αιωνιότητα του κοσμο-συστήματος της και της ακτινοβολίας της.  Ίσως λοιπόν αυτή η Ιδέα, να  περιέχει την απάντηση στο ερώτημα:  «Γιατί, διακόσια χρόνια τώρα, θέλουμε να γίνουμε ένα σωστά οργανωμένο, λειτουργικό, προηγμένο ευρωπαϊκό κράτος – και δεν τα καταφέρνουμε;»

Στον 20ο αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την Μικρασιατική καταστροφή, η αυθεντική αναζήτηση για μια άλλη σχέση με τους Ευρωπαίους και μιας νέας Ιδέας για την «Ελληνικότητα», άρχισε από την περίφημη γενιά του ΄30. Όμως το πολιτικό και πολιτιστικό έρμα που μας κληροδότησε, φαίνεται ότι σήμερα ελάχιστα επηρεάζει το ήθος των νεοελλήνων. Οι εξωγενείς παράγοντες και οι εθνικές και πολιτικές περιπέτειες άφησαν το εγχείρημα ανολοκλήρωτο και μετέωρο, σε αρκετές δε περιπτώσεις γέννησαν στρεβλώσεις και παρεξηγήσεις.  Εντωμεταξύ ο Ελληνισμός έχασε τις εστίες του έξω  από το νέο-Ελληνικό κράτος, το οποίο σώρευσε αμαρτίες επί αμαρτιών. 

Πέρασαν πενήντα χρόνια, μια ξένη κατοχή, ένας εμφύλιος πόλεμος, και δύο δικτατορίες ως ότου θεμελιωθεί ένα φιλελεύθερο πολίτευμα και άλλα σαράντα χρόνια από τότε που η χώρα διακήρυξε τη βούλησή της και τη δέσμευσή της, να συμπορευτεί, ως αυτεξούσιος και ισότιμος εταίρος, σε ένα νέο ευρωπαϊκό όραμα. Μα χωρίς να συνειδητοποιήσουμε το βάρος αυτής της απόφασής μας, καταλήξαμε να επιβεβαιώσουμε την εντύπωση πως είμαστε τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» και να επιτρέψουμε στην Ευρώπη να μας θεωρεί αντικείμενο πειραματισμού ή πεδίο εκπολιτισμού και σε καμία περίπτωση ως ισότιμους εταίρους

Ακόμη και σήμερα η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται στη μεθόριο Ανατολής και Δύσης, κυριαρχημένη από τα αντιφατικά  αισθήματα με τα οποία η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τη θέση της στον κόσμο. Όπως παρατηρεί στην «Καθημερινή» ο Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Αισθήματα που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στην ωραία ιδιοπροσωπία του τόπου τούτου των νεοελλήνων. Μεγάλο είναι το ερώτημα, αν το αίσθημα το χρωστάμε στην ορθοδοξία, στην απέχθεια προς την παπική μίτρα και την πίστη πως το Πνεύμα εκπορεύεται μόνον εκ του Πατρός ή στις σχέσεις που βίωσαν οι νεοέλληνες υπό το κράτος του πατερναλισμού της νεωτερικότητας.» Και μπορεί, όπως μας επισημαίνει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, οι απολογητές του νεοελληνικού κράτους-έθνους να επιχειρούν «τη συστηματική ενοχοποίηση του κόσμου της ιστορίας του Ελληνισμού, προκειμένου να συγκαλύψουν την αδυναμία, αυτού του κράτους, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας», όμως δυστυχώς σε καμιά περίπτωση, η Ελληνική συμμετοχή στην κίνηση για μια Ενωμένη Ευρώπη, δεν συνέβαλε  στο να αξιοποιηθεί δημιουργικά η ελληνική κληρονομιά για μια ριζική αλλαγή των αξιών. Αντίθετα, με την ψευδαίσθηση ότι η είσοδός σε ένα club ισχυρών μας καθιστούσε ανέγγιχτους και παρείχε πρόσβαση στο κέρας της Αμάλθειας, ο πολιτικός εκμαυλισμός και η κοινωνική αποσάθρωση  υπήρξαν  σαρωτικά φαινόμενα. Η χρεωκοπία είναι το συνεπακόλουθο του δια του «αφελληνισμού» αυτοχειριασμού μας.

Μπορεί η βάση της ενότητας της Ευρώπης και των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης να οφείλεται στις κοινές πνευματικές τους ρίζες, όμως δυστυχώς, όχι μόνο οι διαφορές παραμένουν, αλλά τα συμφέροντα των τραπεζιτών ασκούν πρωτεύοντα ρόλο, όπως άλλωστε και μεταξύ των λοιπών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, η περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε και παραμένει ιδιαίτερη από κάθε άποψη. Ούτε την πειθαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ενστερνίστηκε, ούτε η κοινωνία της οργανώθηκε στη βάση της προτεσταντικής ηθικής, ούτε το πρόσταγμα κάποιας πεφωτισμένης Δεσποτείας αποδέχτηκε, ούτε το παράδειγμα κάποιου ιδεολογικού δόγματος ακολούθησε, ούτε ωστόσο η κοινωνία της ολοκληρώθηκε πολιτικά και πολιτισμικά σε ένα δικό της «τρόπο». Η Ευρώπη μας βλέπει σαν παράλογους, γραφικούς, αυθάδεις, ενοχλητικούς, ανεπίδεκτους οργάνωσης και απογοητευτικούς. 

Βεβαίως η Ελλάδα πάντα είχε μια μεγάλη ιδέα.  Έστω κι αν αυτή είναι μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, μια πλάνη, δημιούργημα της ομφαλοσκοπίας και της μυωπίας των πολιτικών της και του ελληνικού παρανοϊκού εθνο-λαϊκισμού της δεξιάς της ή του θλιβερού ιδεοληπτικού λαϊκισμού της αριστεράς της. Μια νέα μεγάλη συζήτηση για τη νεοελληνική ταυτότητα έχει ξεκινήσει, δυστυχώς όμως εκ των προτέρων υπονομευμένη. Το λαϊκιστικό υπέδαφος κάτω από την δημόσια συζήτηση για το «έθνος» και το «εθνικό», επιφυλάσσει μεγάλους κινδύνους για την τροπή του πολιτικού μας βίου. Το ενδεχόμενο να οργανωθεί ο πολιτικός μας βίος έτσι ώστε να προβάλει και να προτείνει αυθεντικά την αντίληψη για την πολιτική, την πρόταση πολιτισμού των Ελλήνων, να αναγεννήσει και να διασώσει, σε θεσμούς και σε κτήμα παιδείας, την αντιπρόταση στον ατομοκεντρισμό και τη χρησιμοθηρία του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου τεχνοκρατικού παραδείγματος, μοιάζει πράγμα απίθανο. Οι κοινωνικές πραγματικότητες στην Ελλάδα φαίνεται πως αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όπως καθιστούν δύσκολη και προβληματική την όποια διεκδίκηση για την αναγνώριση, το σεβασμό και την προστασία της όποιας ιδιαιτερότητάς. Γιατί δυστυχώς η αστική ζωή στην Ελλάδα πάσχει από πολιτικό και κοινωνικό αναλφαβητισμό και τυχοδιωκτισμό. 

Αλλά αν θέλουμε να μην συντριβούμε ιστορικά και να προχωρήσουμε μέσα στην Ευρώπη και τον κόσμο με τις δικές μας ιδεολογικές δυνάμεις και με βάση τις πολιτικές και κοινωνικές μας ιδιαιτερότητες, πρέπει, όπως επισημαίνει ο Αλέκος Παπαδόπουλος σε πρόσφατη συνέντευξή του, η Ελλάδα να απαλλαγεί «από τα είδωλα της λαϊκής πλάνης που εντρυφούν και βασιλεύουν δεκαετίες σε όλο το σημερινό κομματικό σύστημα και σε όλες τις λεγόμενες ηγέτιδες τάξεις της χώρας, που είναι βαθιά ιδιοτελείς, ατροφικές και επικίνδυνες στην πλειοψηφία τους.» Κουβέντα σωστή, πράγμα όμως δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: